ναύσταθμον

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, (σταθμός) harbour, anchorage, roadstead, Th.3.6, E.Rh.602 (pl.):—more freq. ναύσταθμος, ὁ, Plb.5.19.6, D.S.27.12, Plu. Nic.16, etc.; hence of ships assembled in a roadstead, Id.Arist.22, Lys.5.

German (Pape)

[Seite 232] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.

Russian (Dvoretsky)

ναύσταθμον: τό якорная стоянка, рейд Thuc., Eur., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ναύσταθμον: τό, (σταθμὸς) λιμήν, ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· ὡσαύτως ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. (ἐντεῦθεν, ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ λέξις συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, ἔνθα ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος εἶναι ἄδηλον.

Greek Monolingual

ναύσταθμον, τὸ (Α)
βλ. ναύσταθμος.

Greek Monotonic

ναύσταθμον: τό (σταθμός), λιμάνι, αγκυροβόλι, όρμος, σταθμός πλοίων, αραξοβόλι, Λατ. statio navium, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

ναύ-σταθμον, ου, τό, σταθμός
a harbour, anchorage, roadstead, Lat. statio navium, Eur., Thuc., Plut.

English (Woodhouse)

naval station