προσφαίνομαι

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass., appear besides, π. κοινωνός τινος Aristid.Or. 45(8).24; f.l. for προφαίνομαι in X.Cyr.4.5.57 codd.; cf. ποτιφαίνω.

German (Pape)

[Seite 785] dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.

French (Bailly abrégé)

paraître en outre.
Étymologie: πρός, φαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσφαίνομαι: (по)являться: οἱ ἀκούσαντες τοῦ κήρυκος πολλοὶ προσεφάνησαν (v.l. προεφάνησαν) Xen. услышав глашатая, многие явились.

Greek (Liddell-Scott)

προσφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι προσέτι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 57, Ἰωσήπ. Μακκ. 4.

Greek Monolingual

Α φαίνομαι
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι επί πλέον («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.).

Greek Monotonic

προσφαίνομαι: Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to appear besides, Xen.