ἐπαρύτω

Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῠ], draw a liquid from one vessel into another, metaph. in Med., ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς Plu.2.600d:—Act., dub. in D.Chr.12.70.

German (Pape)

[Seite 905] dazu schöpfen, im pr. med., Plut. exil. 4.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήρυσα;
puiser.
Étymologie: ἐπί, ἀρύτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρύτω: μέλλ. -ύσω, ἐπιχέω, ἐπήρυσεν ὥσπερ ἐκ πηγῆς ὕδατος ἐπιβλύσαντος Δίων Χρυσ. 1. 411. - Μέσ., ἐπιχέω καὶ ἀναμιγνύω, ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς ἐπαρυτόμενοι Πλούτ. 2. 600C.

Greek Monolingual

ἐπαρύτω (Α)
χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»].