λογοφίλης

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, fond of words, Ph.1.58:—also λογόφιλος, ον, fond of argument, opp. φιλόλογος, Zeno Stoic.1.67.

Greek (Liddell-Scott)

λογοφίλης: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν ἁπλῶς τοὺς λόγους τὰς ὁμιλίας, Φίλων 1. 58· - ὡσαύτως λογόφῐλος, ον, ἀντίθ. τῷ φιλόλογος, «μηδ’ εἶναι φιλόλογον, λογόφιλον δὲ μᾶλλον, μέχρι λαλιᾶς ἐπιπολαίου προβαίνοντα» Στοβ. Ἐκλ. Ἠθ. 2. 214· «Ζήνων τῶν μαθητῶν ἔφασκε τοὺς μὲν φιλολόγους εἶναι, τοὺς δὲ λογοφίλους» Στοβ. Ἀνθ. 218. 10.

Greek Monolingual

λογοφίλης, ὁ (Α)
αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -φίλης (< φίλος, με επίδραση και του φιλείν), πρβλ. παιδοφίλης].

German (Pape)

ὁ, Freund der Beredsamkeit od. der Wissenschaften überhaupt, Philo.