ἐπιμειδιάω

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμειδιάω: Xen., Plut. = ἐπιμειδάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.

Greek Monotonic

ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek Monolingual

ἐπιμειδιῶ, ἐπιμειδιάω (AM) μειδιώ
χαμογελώ για κάτι («ταῦτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.)

Middle Liddell

fut. άσω
to smile upon, Xen.