ἱερολογία

Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. ἱρολογίη, ἡ, mystical language, Luc.Astr.10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ion. ἱρολογίη;
langage sacré ou mystique.
Étymologie: ἱερός, λόγος.

German (Pape)

ἡ, das Sprechen von heiligen Dingen od. heiliger Worte, Sp.; bei Luc. astrol. 10 in ion. Form ἱρολογίη.

Russian (Dvoretsky)

ἱερολογία: ион. ἱρολογίηсакральная речь, священный язык (γοητεία καὶ ἱ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολογία: Ἰων. ἱρολογίη, ἡ, ὁμιλία, λόγος περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Λουκ. Ἀστρολ. 10, Συνέσ. 1272C, Διον. Ἀρεοπ. 92Α, 377Α, 429C. ΙΙ. ἡ τέλεσις τῆς εὐλογίας τοῦ γάμου, = στεφάνωμα, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως 860Α, Λεόντ. Νεαραὶ 211, Κεδρην. ΙΙ. 505, 21, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) ιερολόγος
(νεοελλ.-μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου
μσν.-αρχ.
1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων
2. ιερά λόγια, προσευχές.

Greek Monotonic

ἱερολογία: Ιων. ἱρολογίη, ἡ (λόγος), αποκρυφιστική ή ιερή γλώσσα, λόγος για ιερά πράγματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λόγος
sacred or mystical language, Luc.