ἐξυγιαίνω

Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

recover health, Id.Fract.9:—Pass., Id.de Arte4.

German (Pape)

[Seite 889] ganz gesund werden, Hippocr., auch im pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῠγῐαίνω: καθίσταμαι ὑγιής, ἰατρεύομαι, Ἱππ. 758˙ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 3. 35.

Greek Monolingual

(AM ἐξυγιαίνω)
νεοελλ.
1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες
2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία»)
αρχ.-μσν.
γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῦτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].