διανέω

Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19.
II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6.
III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.

Spanish (DGE)

I tr. atravesar a nado τὸν Τίγρητα Luc.Hist.Cons.19, τὸν ποταμόν Paus.5.5.11, cf. Ael.NA 3.6, en una metáf. ἐξ ὑπτίας ... διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον intenta atravesar el discurso nadando de espaldas Pl.Phdr.264a, πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a
c. ac. de rel. ταῦτα μὲν ἄρα ... διανενεύκαμεν entonces en ese tema hemos llegado a puerto Pl.R.441c, cf. Them.Or.23.297b.
II intr.
1 ir a nado, nadar ἐς τὴν Σαλαμῖνα Hdt.8.89, ἐφ' ἑκάτερα (χείλη τοῦ ποταμοῦ) Arist.Mir.845b12, ἐν τῷ ὕδατι Luc.Lex.2.
2 en v. med., de líquidos filtrarse a través de λίπος τρητοῦ διανεύμενον ἠθητῆρος Marc.Sid.76.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Übertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.

French (Bailly abrégé)

f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu'à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νέω door... heen zwemmen; overzwemmen, met acc.:; ποταμόν δ. een rivier overzwemmen Luc. 59.19; met εἰς + acc..; ἐς Σαλαμῖνα naar Salamis overzwemmen Hdt. 8.89.1; overdr.. διανεῦσαι τοιοῦτόν τε καὶ τοσοῦτον πέλαγος λόγων door een zodanige en een zo grote zee van discussies heen zwemmen Plat. Parm. 137a; ταῦτα... μόγις διανενεύκαμεν we hebben ons er met moeite doorheen geworsteld Plat. Resp. 441c.

Russian (Dvoretsky)

διανέω: (fut. διανεύσομαι)
1 переплывать (ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
2 преодолевать (τοσοῦτον πλῆθος λόγων Plat.).

Greek Monolingual

διανέω (Α) νέω
1. διαπεραιώνομαι κολυμπώντας
2. μτφ. διεξέρχομαι, επεξεργάζομαι
3. κλώθω.

Greek Monotonic

διανέω: μέλ. -νεύσομαι,
I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ.
II. με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.

Middle Liddell

fut. -νεύσομαι
I. to swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.
II. c. acc. to swim through, Plat.