εὐεργής

Revision as of 14:13, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐεργές, (ἔργον)
A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐεργής = and the same well-made ship brought us here 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.
2 well-done: hence in plural, εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.).
3 = εὐεργός II.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9.
4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6.
5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα εὐεργεστέραν Sor.2.61.

German (Pape)

[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien travaillé :
1 au sens matériel (char, navire, vêtement);
2 au sens moral εὐεργέα OD des bienfaits.
Étymologie: εὖ, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργής:
1 хорошо сделанный, искусно сработанный (δίφρος, λώπη, νηῦς Hom.; πηδάλιον Hes.);
2 хорошо обработанный (χρυσός Hom.);
3 (о делах) хороший, добрый: χάρις εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.

English (Autenrieth)

ές: well-made, well-wrought; pl., εὐεργέα, good deeds, benefactions, Od. 22.319.

Greek Monolingual

εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῦ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].

Greek Monotonic

εὐεργής: -ές (*ἔργω),·
1. καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος καλά, σε Ομήρ. Οδ.
2. καλά καμωμένος· πληθ., εὐεργέα = εὐεργεσίαι, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.

Middle Liddell

εὐ-εργής, ές [*ἔργω
1. well-wrought, well-made, of chariots, ships, etc., Hom.; of gold, wrought, Od.
2. well-done: pl. εὐεργέα = εὐεργεσίαι, benefits, services, Od.