βασανιστής
English (LSJ)
βασανιστοῦ, ὁ,
A examiner, questioner, torturer, Antipho 5.32, D.37.40, Plu.2.498d; gaoler, Ev. Matt.18.34.
II one who tests, Them.Or.21.247c:—fem. βασανίστρια, examiner, ἐπῶν Ar.Ra.826.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βασανιστήρ Polyaen.8.62 (cj.)
1 el que pone a prueba, ensayador del filósofo por op. al ensayador de metales, Them.Or.21.247b, cf. tít.
2 inquisidor, torturador Antipho 1.10, 5.32, D.37.40, Polyaen.l.c., Plu.2.498d, I.BI 5.436, Eu.Matt.18.34, Charito 3.4.12, Hsch.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der Untersucher, der Folterer, VLL.; δημόκοινος Antipho 1, 10. 5, 32; Dem. 37, 40.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui met à la question, bourreau;
NT: NT geôlier, gardien de prison.
Étymologie: βασανίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασανιστής -οῦ, ὁ βασανίζω
1. folteraar, ondervrager (die m. b.t. foltering gerechtelijk onderzoek uitvoert).
2. cipier. NT.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσᾰνιστής: οῦ ὁ истязатель, палач Dem., Plut.
Middle Liddell
English (Abbott-Smith)
βασανιστής, -οῦ, ὁ (< βασανίζω),
prop., a torturer; used of a gaoler, Mt 18:34.†
English (Strong)
English (Thayer)
βασανιστου, ὁ (βασανίζω), one who elicits the truth by the use of the rack, an inquisitor, torturer, (Antiphon, others); Demosthenes, p. 978,11; Philo in Flacc. § 11end; (de concupisc. § 1; quod omn. prob. book 16; Plutarch, an vitios. ad infel. suff. § 2)); used in δεσμοφύλαξ Acts 16:23), doubtless because the business of torturing was also assigned to him.
Greek Monolingual
ο (θηλ. βασανίστρια και -στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) βασανίζω
αυτός που βασανίζει
αρχ.
1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς
2. ο δεσμοφύλακας.
Greek Monotonic
βᾰσᾰνιστής: -οῦ, ὁ (βασανίζω), ανακριτής, εξεταστής, σε Δημ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσᾰνιστής: οῦ,ὁ,ὁ ἐξετάζων, ἀνακρίνων, βασανίζων, Ἀντιφῶν 112.19, Δημ. 978.11· ἐν τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη', 34 φαίνεται ὅτι οὐδὲν πλέον σημαίνει ἢ τὸν δεσμοφύλακα· - θηλ. βᾰσανίστρια, ἀνακρίνουσα,ἐξετάζουσα,ἐπῶν Ἀριστοφ. Βατρ.826.
Chinese
原文音譯:basanist»j 巴沙你士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:嚴酷考驗(者)
字義溯源:掌刑的,折磨人的人,獄卒;源自(βασανίζω)=受苦);而 (βασανίζω)出自(βάσανος)*=試金石,痛苦)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 掌刑的(1) 太18:34