εαυτού
Greek Monolingual
-ής, -oύ (AM ἑαυτοῦ, -ῆς, -οῦ
Α και αὑτοῦ, -ῆς, -οῦ)
αυτοπαθής αντωνυμία γ' προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» — έπεφταν στο νερό
β. «αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό» — μόνο του, άσχετα από άλλα
γ. «αὐτὸ καθ' ἑαυτό» — αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά)
αρχ.
1. χρησιμοποιείται αντί του α' προσώπου («αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ» — εις βάρος του εαυτού μου)
2. αντί του β' προσώπου («μόρον τὸν αὐτῆς οἶσθα» — ήξερες τη μοίρα σου)
3. αντί της αλληλοπαθούς αντωνυμίας («καθ' αὑτοῖν / δικρατεῖς λόγχας στήσαντε» — αφού σήκωσαν τις λόγχες ο ένας εναντίον του άλλου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αττικής και ιωνικής διαλέκτου ερμηνεύονται ως προϊόντα κράσεως με συναίρεση (πρβλ. έο αυτού > ιων. εωυτού, αττ. εαυτού - εοί αυτῴ > ιων. εωυτῴ, αττ. εαυτῴ) στην οποία άλλωστε οφείλεται και η μακρότητα του -ᾱ- τών τ. της αττικής διαλέκτου. Στον Όμηρο εύχρηστοι είναι οι ασυναίρετοι τ. (πρβλ. ε αυτόν, έο αυτού, οι αυτῴ, έμ' αυτόν, εμοί αυτῴ) και η λ. που απαντά στην τραγωδία αυτού < εαυτού με συναίρεση. Οι τ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς κ.λπ. του πληθ. αριθμού, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τον ενικό, χρησιμοποιούνται παράλληλα με τους ορθότερους τ. σφων αυτών, σφίσιν αυτοίς].