λίστρο

Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α λίστρον)
νεοελλ.
κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών
αρχ.
σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. -τρον (πρβλ. άροτρον, ζεύστρον), πιθ. < λίτ-τρον (πρβλ. λίς, λιτός ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu, list και λιθουαν. lydyti «σκαλίζω τη γη» (πρβλ. λίσγος < λίδ-σκος). Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση με λατ. lῖra «αυλάκι»].