νουθετώ

Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ νουθετῶ, -έω, Μ και νοθετῶ)
παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω
μσν.
1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον
2. παροτρύνω, παρακινώ
3. παραγγέλλω
αρχ.
1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω
2. μτφ. τιμωρώμήτε ἀμυνόμενος τὸ παράπαν τολμάτω πληγαῖς τὸν τοιοῦτον νουθετεῖν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -θετῶ (< -θετής < τίθημι), κατά το σχήμα νομοθετῶ: νομοθέτης.