περιπόρφυρος

Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

English (LSJ)

περιπόρφυρον,
A edged with purple, ἱμάτια Crates Com.31, Heraclid.Pol.69; χιτωνίσκοι Plb.3.114.4, etc.
2 π. ἐσθῆτες garments with a purple border, of the Roman toga praetexta or laticlavia, Id.6.53.7; π. τήβεννα, τήβεννος, D.H.2.70, Plu.Rom.26; and περιπόρφυρος alone, ib.25, 2.283a; π. (sc. παῖδες), pueri praetextati, Id.Publ. 18.
3 π. ἀγών part of name of an athletic contest at Sidon, IG3.129 (iii A. D.), CPHerm.54.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 589] mit Purpur umgeben; ἱμάτια, Crates bei Poll. 7, 63; ἡ περιπόρφυρος ἐσθής, ein mit Purpur ringsum besetztes Kleid, bes. die tunica u. toga praetextata od. laticlavia der Römer, Pol. 6, 53, 7 u. Sp., wie Luc. D. Mer. 9. Auch = Folgdm, Plut. Poplic. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bordé de pourpre ; περιπόρφυρος τήβεννος PLUT ou simpl.περιπόρφυρος PLUT la toge prétexte (toga prætextata) à Rome;
2 vêtu de la toge prétexte.
Étymologie: περί, πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόρφυρος -ον [περί, πορφύρα] met purperen zoom, in Rome περιπόρφυρος τήβεννος toga praetexta Plut. Rom. 26.2 = ἡ περιπόρφυρος; Plut. Sull. 9.4; in purper gekleed:. ὁμήρους ἔδωκαν ἐξ εὐπατριδῶν περιπορφύρους δέκα als gijzelaars gaven ze tien jongens in toga praetexta Plut. Publ. 18.3.

Russian (Dvoretsky)

περιπόρφῠρος:
1 окаймленный пурпуром (ἐσθής Polyb.; τήβεννος Plut.);
2 (у римлян), одетый в претексту (στρατηγός Plut.).
II ἡ (sc. ἐσθής) (лат. toga praetexta) претекста Plut.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῖ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)
2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [[[τήβεννα]] ή τήβεννος]» — λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές
β) «περιπόρφυροι παῖδες» — τα παιδιά τών ελευθέρων στη Ρώμη τα οποία φορούσαν το παραπάνω ένδυμα
γ) «περιπόρφυρος ἀγών» — είδος αθλητικού αγωνίσματος στη Σιδώνα.

Greek Monotonic

περιπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που έχει πορφυρές καταλήξεις, περιπόρφυρος ἔσθης, ένδυμα με πορφυρές παρυφές, το Ρωμ. toga praetextataή laticlavia, σε Πολύβ. κ.λπ.· απ' όπου, περι-πορφῠρό-σημοςπαῖς, , Λατ. puer praetextatus, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, περιπόρφυρα ἱμάτια Κράτης ἐν «Σαμίοις» 3· χιτωνίσκοι Πολύβ. 3. 114, 4, κτλ. 2) συχν. ἐν τῇ Ρωμ. ἱστορίᾳ, π. ἐσθής, ἱμάτιον μετὰ πορφυρᾶς παρυφῆς, ἡ παρὰ Ρωμαίοις toga praetextata ἢ laticlavia, Πολύβ. 6. 53, 7· π. τήβεννα ἢ τήβεννος Διον. Ἁλ. 2. 70, Πλουτ. Ρωμύλ. 26· καὶ μόνον περιπόρφυρος αὐτόθι 25., 2. 283Β· ― π. παῖς, Λατ. puer praetextatus (ἴδε περιπορφυρόσημος), Πλουτ. Ποπλικ. 18· ἐπὶ ὑπάτων κτλ., Συνέσ. 16Α.

Middle Liddell

περι-πόρφῠρος, ον, πορφύρα
edged with purple, π. ἐσθής a robe with a purple border, the Roman toga praetextata or laticlavia, Polyb., etc.