μελαμβαθής

Revision as of 08:56, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

μελαμβαθές, darkly deep, Ταρτάρου κευθμών A.Pr.221; ἀκταὶ Ἀχέροντος S.Fr.523 (v.l. -βαφεῖς); σηκὸς δράκοντος E.Ph.1010 (v.l. -βαφής) ; εἴδωλον v.l. in B.Fr.25; cf. μελαγκευθής.

German (Pape)

[Seite 118] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
noir et profond.
Étymologie: μέλας, βάθος.

Russian (Dvoretsky)

μελαμβᾰθής: чернеющий своей глубиной, темный и глубокий (Ταρτάρου κευθμών Aesch.; σηκὸς δράκοντος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβᾰθής: -ές, ὁ ἔχων μέλαν βάθος, ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219· ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469· σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.· συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος μέλας, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εἴδωλον, Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.

Greek Monolingual

μελαμβαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῖο», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχιβαθής].

Greek Monotonic

μελαμβᾰθής: -ές (βάθος), αυτός που βρίσκεται σε σκοτεινά βάθη, πολύ βαθύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

μελαμ-βᾰθής, ές βάθος
darkly deep, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

black and deep, deep and dark, deep and gloomy, steeped in darkness