ἄφιππος

Revision as of 11:50, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἄφιππον,
A unsuited for cavalry, Καρία X.HG3.4.12, cf. Plu.Ant. 47.
II of persons, unused to riding, opp. ἱππικός, Aeschin.Socr. Oxy.1608 Fr.1.15; ignorant of horsemanship, Pl.Prt. 350a, R.335c, Luc.Nav.30.
2 without cavalry, Polyaen.4.6.6.

Spanish (DGE)

-ον
I de lugares no apropiado para los caballos o la caballería Καρία X.HG 3.4.12, de un camino, Plu.Ant.47, τὰ μετέωρα ἄφιππα las alturas inaccesibles a los caballos D.C.40.26.1, cf. Plu.Arist.11.
II de pers.
1 inexperto, torpe en montar a caballo, que no sabe montar op. ἱππικός Aeschin.Socr.CPF 1A.11, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nau.30, Poll.1.210, Hsch.
2 que no tiene caballo ἔπειτα δὲ κατήγαγεν αὐτοὺς ... ἀφίππους ὄντας Polyaen.4.6.6, περιδεεῖς δὲ ἦσαν ... καὶ ἄφιπποι Iambl.Fr.21.

German (Pape)

[Seite 412] 1) für Reiterei untauglich, Καρία Xen. Hell. 3, 4, 12 Ages. 1, 15; Plut. oft. – 2) ungeschickt im Reiten, Gegensatz ἱππικοί Plat. Prot. 350 a; Rep. I, 335 c, Schol. ἀπείρως ἔχοντες ἱππικῆς; Luc. navig. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sait pas monter à cheval;
2 peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

ἄφιππος:
1 неудобный или непроезжий для конницы (χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.);
2 не умеющий ездить верхом Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφιππος: -ον, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ ἱππικός, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, ἄνευ ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.

Greek Monolingual

ἄφιππος, -ον (Α)
1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία
2. αυτός που δεν έχει ιππικό
3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία.

Greek Monotonic

ἄφιππος: -ον, I. ανεπιτήδειος για ιππασία, χώρα, σε Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, άπειρος στην ιππασία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. unsuited for cavalry, χώρα Xen.
II. of persons, unused to riding, Plat.

English (Woodhouse)

unsuited for cavalry, unused to riding