εὔγλωσσος

Revision as of 11:55, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Att. εὐγλωττος, ον, Cret. εὔγλωθος GDI5112 (Phaestos, iii/ii B.C.):—
A good of tongue, eloquent, A.Supp. 775: τὸ Νεστόρειον εὔγλωσσον μέλος E.Fr.899.1; glib of tongue, voluble, Ar. Nu.445 (anap.).
2 sweet-sounding, of the Attic dialect, AP9.188, cf. Gal.8.586; τὸ εὔγλωσσον = that which is pleasant to the ear, D.H.Comp. 1.
3 = εὔφημος, GDIl.c.
II Act., loosing the tongue, making eloquent, οἶνος AP9.403 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1059] att. εὔγλωττος, zungenfertig, im bösen Sinne, Zungendrescher, Ar. Nubb. 445; im guten Sinne, wohlredend, Aesch. ὴβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί, Suppl. 756; τὸ Νεστόρειον εὔγλωσσον μέλος Eur. bei Ath. XV, 665 a; τὸ εὔγλωσσον, die Wohlredenheit, D. Hal. – Aber οἶνος, Qu. Maec. 11 (IX, 403), entweder auch der mit angenehmem Klang in die Fässer fällt. oder der die Zunge lös't u. redselig macht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle bien, disert, éloquent.
Étymologie: εὖ, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

εὔγλωσσος: атт. εὔγλωττος 2
1 красноречивый (φρήν Aesch.);
2 сладкозвучный, чарующий (τὸ Νεστόρειον μέλος Eur.);
3 бойкий на язык, говорливый (ψευδῶν συγκολλητής Arph.);
4 делающий разговорчивым, развязывающий язык (οἶνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὡς καὶ νῦν, εὐφραδής, εὔγλωττος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 775· τὸ Νεστόριον εὔγλ. μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 891· ἔχων εὔχέρειαν γλώσσης, Ἀριστοφ. Νεφ. 445. 2) ὁ ἡδέως ἠχῶν, εὔηχος, ἐπὶ τῆς Ἀττ. διαλέκτου, Ἀνθ. Π. 9. 188: - τὸ εὔγλωττον, ἡ εὐφράδεια, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λύων τὴν γλῶσσαν, ποιῶν τινα εὐφραδῆ, οἶνος Ἀνθ. Π. 9. 503.

Greek Monolingual

εὔγλωσσος, -ον (ΑΜ)
βλ. εύγλωττος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, ηδύ-γλωσσος)].

Greek Monotonic

εὔγλωσσος: Αττ. -ττος, -ον,
I. 1. ευφραδής, εύγλωττος, καλός χειριστής του προφορικού λόγου, σε Αισχύλ.· ετοιμόλογος, ευφραδής, φλύαρος, σε Αριστοφ.
2. εύηχος, σε Ανθ.
II. Ενεργ., αυτός που λύνει τη γλώσσα, αυτός που κάνει κάποιο να έχει ευφράδεια, στον ίδ.

Middle Liddell

I. good of tongue, eloquent, Aesch.: glib of tongue, voluble, Ar.
2. sweet sounding, Anth.
II. act. loosing the tongue, making eloquent, Anth.

English (Woodhouse)

glib, ready, smooth-tongued, of style of speech