γεωμετρικός

Revision as of 21:18, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

English (LSJ)

γεωμετρική, γεωμετρικόν,
A of or for geometry, geometrical, ἀριθμός Pl.R. 546c, etc.; ἰσότης Id.Grg.508a; ἀναλογία Arist.EN1131b13; μεσότης Theo Sm.p.106 H., etc. (cf. γαμετρικός); ἁρμονία Nicom.Ar.2.26; θεωρήματα Plu.2.720a (Sup.); γεωμετρική (sc. τέχνη), geometry, Pl.Grg. 450d, Nicom.Com.1.18; τὰ γεωμετρικά title of work on geometry, Democr.11n, cf. Arist.APo.79a9. Adv. γεωμετρικῶς = by a rigidly deductive proof, Procl.in Prm.p.897 S., Id.in Ti.1.345 D.: γ. refellere, prove wrong to demonstration, Cic.Att.12.5.3.
II skilled in geometry, Pl.R. 511d, Plu.2.579b, Arist.Pol. 1282a9; γ. Βριάρεως, of Archimedes, Id.Marc.17: Comp. γεωμετρικώτερος Ph.1.621. Adv. γεωμετρικῶς Arist.Top.161a35, Str.2.1.41, Plu.2.643c.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γαμ- Archyt.B 2
I 1que concierne a la geometría, geométrico, ἀριθμός Pl.R.546c, ἰσότης Pl.Grg.508a, ἀναλογία Arist.EN 1131b13, Aristid.Quint.101.8, μέσα γεωμετρικά proporción geométrica en la música, por oposición a la aritmética y la armonía, Archyt.l.c., ἁρμονία Nicom.Ar.2.26.2, μεσότης Theo Sm.106, θεωρήματα Plu.2.720a, προτάσεις SB 7268 (I/II d.C.)
subst. ἡ γ. (τέχνη) la geometría Pl.Grg.450d, Nicom.Com.1.18
τὰ γεωμετρικά tít. de una obra sobre geometría, Democr.B 11n, cf. Arist.APo.79a9.
2 metrol. que sirve para medir, de medir superficies σχοινίον γ. cuerda de medir LXX Za.2.5, esp. tierras cultivables τὸ σχοινίον τὸ γ. cuerda de agrimensor como medida, anón. metrol. en POxy.669.1, 3, 18 (III d.C.), cf. PLond.1718.79 (VI d.C.).
II subst. ὁ γ. experto en geometría Pl.R.511d, Arist.Pol.1282a9, Plu.2.579b, Marc.17, Ph.1.621, Plot.3.1.3.
III adv. -ῶς geométricamente μεταβιβάζειν Arist.Top.161a35, cf. Str.2.1.41, Plu.2.643c, Aristid.Quint.100.21
γ. refellere, refutar de un modo geométrico, e.e. haciendo una demostración, Cic.Att.316
por medio de una demostración rigurosamente deductiva Procl.in Prm.1151, in Ti.1.345.3.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον θεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'arpentage ou la géométrie;
2γεωμετρικός versé dans la géométrie, habile géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεωμετρικός -ή -όν γεωμετρία
1. met betrekking tot de geometrie, geometrisch, meetkundig; subst.. ἡ γεωμετρική geometrie Plat. Grg. 450d.
2. bekwaam in geometrie, meetkundig onderlegd.

Russian (Dvoretsky)

γεωμετρικός: II ὁ сведущий в землемерии, (опытный) геометр lat., Arst., Plut.
геометрический (ἀριθμός Plat.; ἀρχαί Arst.; προβλήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γεωμετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν γεωμετρίαν, Πλάτ. Πολ. 546C, κτλ.· γεωμετρικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ γεωμετρία, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· τὰ γεωμετρικά, ἀντικείμενα ἐσχετισμένα πρὸς τὴν γεωμετρίαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 12. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὴν γεωμετρίαν, γεωμέτρης, Πλάτ. Πολ. 511D, κτλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 3, Στράβων 94.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεωμετρικός, -ή, -όν) γεωμέτρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία
2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η
η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων της γήινης επιφάνειας
3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.
έργα της εποχής 1100 -700 π. Χ., τα οποία έχουν ως κύρια διακοσμητικά θέματα γεωμετρικά σχήματα
αρχ.
1. (για ανθρώπους) ο ειδικός, ο έμπειρος στη γεωμετρία, ο γεωμέτρης
2. φρ. «γεωμετρικὸς Βριάρεως» — ο Αρχιμήδης
3. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρικὴ (ενν. τέχνη)
η γεωμετρία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωμετρικὰ
τίτλος ἔργου με θέμα τη γεωμετρία
5. επίρρ. γεωμετρικῶς
με αυστηρά παραγωγικό συλλογισμό.

Greek Monotonic

γεωμετρικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία, γεωμετρικός, σε Πλάτ.· γεωμετρικὴ (ενν. τέχνη), γεωμετρία, στον ίδ.
II. ειδικός, ικανός, έμπειρος στη γεωμετρία, επιστήμονας της γεωμετρίας, στον ίδ.

Middle Liddell

[from γεωμέτρης
I. of or for geometry, geometrical, Plat.: γεωμετρικὴ (sc. τέχνη), geometry, Plat.
II. skilled in geometry, a geometrician, Plat.