συνθαυμάζω

Revision as of 22:11, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

join in wondering, εἰ..v.l. in Pl.Tht.162c; join in admiring, τὴν ἀκρίβειαν Eun.VS p.469 B.

German (Pape)

mit oder zugleich bewundern, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνθαυμάζω: вместе удивляться, разделять (чье-л.) удивление Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συνθαυμάζω: ἀπὸ κοινοῦ θαυμάζω, ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ ἐξαίφνης οὕτως ἀναφανήσει μηδὲν χείρων; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.

Greek Monolingual

Α
1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»].