δίψιος

Revision as of 09:52, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Ch. 185, Nic.Th.147: (δίψα):—
A thirsty, and of things, dry, parched, δ. κόνις A.Ag.495, S.Ant.246; χθών E.Alc.560; πῦρ θεοῦ Id.Rh.417; ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες, perhaps tears checked in their flow, A.Ch.185; δίψιον, expld. by βεβλαμμένον, S.Fr.296, by βλαπτικόν, Hsch.; cf. δῖψαι.
II causing thirst, ὕδατα Hermipp. ap. J.Ap.1.22; δ. σήψ Nic.Th.147; cf. διψάς ΙΙ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον A.Ch.185, Opp.H.3.47, Nonn.D.38.361]
I 1 seco κόνις A.A.495, S.Ant.246, 429, χθών E.Alc.560, ὥρα Opp.l.c., Λίβυς Nonn.D.31.14.
2 que produce sed διψίων ὑδάτων ἀπέχεσθαι Hermipp.Hist.22, σήψ Nic.Th.147, ὕδωρ Nonn.D.15.13, 27.186.
3 que reseca, ardiente ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες = brotan de mis ojos gotas ardientes A.l.c., πῦρ θεοῦ E.Rh.417, δ. Κύων = la constelación del Perro que seca e.d. la Canícula, Nonn.D.1.237, cf. l.c.
II 1 herido, castigado S.Fr.296.
2 dañino Hsch.
• Diccionario Micénico: di-pi-si-jo.

German (Pape)

[Seite 647] α, ον (auch 2 Endungen, Nic. Th. 147), durstig. Gew. übertr. von leblosen Dingen, dürr, trocken; κόνις Aesch. Ag. 481; Soph. Ant. 426; χθών Eur. Alc. 563; δίψιον πῦρ θεοῦ, Hitze, Rhes 417; Aesch. sagt ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες Ch. 183, wo man unnöthig διψίων geändert hat, auch nicht an Hes. Glosse δίψιον, βλαπτικόν zu denken braucht; δ. σήψ Nic. Th. 147 = διψάς, Schlange.

French (Bailly abrégé)

α ou ας, ον :
qui a soif, altéré ; desséché.
Étymologie: δίψα.

Russian (Dvoretsky)

δίψιος: и
1 томящийся жаждой, т. е. высохший, сухой (κόνις Aesch., Soph.; χθών Eur.);
2 иссушающий (πῦρ θεοῦ Eur.; ἐξ ὀμμάτων σταγόνες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίψιος: -α, -ον, καὶ ος, ον Αἰσχύλ. Χο. 185, Νίκ. Θ. 147· (δίψα)· ― διψασμένος, διψαλέος, καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ξηρός, ἄνυδρος, διψία κόνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 495, Σοφ. Ἀντ. 246, 249· χθὼν Εὐρ. Ἀλκ. 563· ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 185, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τοῦ Ἀγ. 887 (πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ, καὶ ἴδε πολυδίψιος), ἐνῷ ὁ Herm. ἑρμηνεύει: plenae desiderii, ποθειναί. ΙΙ. ὁ δίψαν προξενῶν, δ. σὴψ Νίκ. Θ. 147, πρβλ. διψὰς ΙΙ· καὶ τὸ δίψιος ἀναφέρεται ὡς = βλαβερὸς ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 279).

Greek Monolingual

-ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. διψασμένος
2. (για πράγμ.) ξερός, άνυδρος
3. αυτός που προκαλεί δίψα.

Greek Monotonic

δίψιος: -α, -ον και -ος, -ον (δίψα), αυτός που διψά, διψασμένος, λέγεται και για πράγματα, ξηρός, άνυδρος, στεγνός, σε Τραγ.

Middle Liddell

adj adj δίψα
thirsty, athirst, and of things, thirsty, dry, parched, Trag.

English (Woodhouse)

hot, thirsty