παρακέλευσις

Revision as of 05:42, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

παρακελεύσεως, ἡ,
A cheering on, exhorting, Th.7.70; διδαχὴν ἅμα τῇ παρακελεύσει ποιεῖσθαι Id.4.126; ἐκ παρακελεύσεως Id.7.40; π. τοῦ μὴ ποιεῖν δεῖσθαι Phld.Oec. p.36 J.; τυφλοῦ παρακέλευσις advice given by a blind man, Pl.Tht.209e: pl., X.Cyr.3.3.50, Isoc.9.31, etc.
II factious combination for elections, ἐκ παρακελεύσεως ἢ καὶ δεκασμοῦ D.C.53.21.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Zurufen, Ermuntern; Thuc. 4, 156; καὶ βοή, 7, 70; καὶ ἀπειλαί, Plat. Tim. 70 b; Isocr. 4, 97, im plur.; Xen. Cyr. 3, 3, 50; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aufwiegelung, D. C. 53, 21.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
instruction, recommandation, exhortation.
Étymologie: παρακελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακέλευσις παρακελεύσεως, ἡ παρακελεύω aanmoediging, advies.

Russian (Dvoretsky)

παρακέλευσις: παρακελεύσεως ἡ побуждение, увещевание или призыв (π. καὶ βοή Thuc.; αἱ παρακελεύσεις καὶ ἀπειλαί Plat.; πληγῇ καὶ παρακελεύσει χρῇσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακέλευσις: παρακελεύσεως, ἡ, τὸ παρακελεύεσθαί τινι, παραθάρρυνσις, προτροπή, παραίνεσις, Θουκ. 7. 70· διδαχὴν ἅμα τῇ π. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 126· τυφλοῦ π., συμβουλὴ ἣν παρέχει τυφλός, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ἐν τῷ πληθ, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 50, κτλ. ΙΙ. φατριαστικὴ συνεννόησις ἢ συνδυασμὸς πρὸς ἐκλογάς, ἐκ π. ἢ καὶ δεκασμοῦ Δίων Κ. 53. 21· - οὕτω παρακελευστός, ὁ φατριαστικῶς ἐκλεχθείς, ὁ αὐτ. 39. 18. Πρβλ. παρακελευσμός.

Greek Monolingual

-παρακελεύσεως, ή Α παρακελεύομαι
1. προτροπή, ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, παρακίνηση
2. παραίνεση, συμβουλή
3. φατριαστική συνεννόηση, συνδυασμός για εκλογές («ἐκ παρακελεύσεως ἤ καὶ δεκασμοῦ ἀποδεικνύωνται», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

παρακέλευσις: παρακελεύσεως, ἡ, παραίνεση, ενθάρρυνση, προτροπή, συμβουλή, παρώθηση, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

παρακέλευσις, παρακελεύσεως,
a calling out to, cheering on, exhorting, addressing, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

encouragement, exhortation, cheering words, encouraging words