σκιαδηφόρος

Revision as of 09:32, 20 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(parox.), ον, (σκιάς)
A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib.134 (but σκιαδοφόροι ib.174).
II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.

German (Pape)

[Seite 897] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des rameaux en ombelle.
Étymologie: σκιάς, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰδηφόρος: -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων σκιάδειονἀνθήλιον, ἐκαλοῦντο δὲ οὕτως αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, Πολυδ. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ αὐτόθι 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. σκαφηφόρος. ΙΙ. καθόλου, ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18.

Greek Monolingual

-α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α
αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδες
αρχ.
1. σκιερός
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροι
χαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος].

Translations

shady

Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: shady, umbrageous; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: ombragé; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: schattig; Greek: σκιερός, σκιώδης; Ancient Greek: δάσκιος, ἐπηλύγαιος, ἐπίσκιος, κατάσκιος, σκιαδηφόρος, σκιαδοφόρος, σκιακός, σκιερός, σκιόεις, σκιώδης, σκοιός, σύσκιος, ὑπόσκιος; Irish: foscúil, scáthach; Italian: ombroso, ombreggiato; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: opacus; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگه‌لو; Portuguese: sombroso, umbroso; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: umbroso; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm