νευρώδης

Revision as of 07:30, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νευρῶδες,
A = νευροειδής, sinewy, Hp.VM22 (Comp.); τένοντες Id.Art.30; κεφαλή Pl.Ti.75b; φλέψ Arist.HA497a14, al.; μέρη Thphr. Lass.3 (Sup.); τόποι D.S. 2.56; ὀχετοί Aret.SD2.3; muscular, strong, Dicaearch. Hist.Fr.10 M.; τὸ ν. the sinewy parts, Antyll. ap. Orib.6.27.3, Gal.1.320, Orib. 5.29.7.
II τὸ ν. the nervous system, Gal.19.538.

German (Pape)

[Seite 248] ες, voll Sehnen, nervig, kräftig; κεφαλή, Plat. Tim. 75 b; Arist. part. an. 3, 3; Luc. rhet. praec. 9; bes. Medic.

Russian (Dvoretsky)

νευρώδης:
1 состоящий из сухожилий (φλέψ Arst.);
2 богатый сухожилиями (κεφαλή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρώδης: -ες, = νευροειδής, πλήρης νεύρων, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· τένων ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν σύστημα, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νευρώδης, -ῶδες) νεύρον
1. γεμάτος νεύρα, μυώδης
2. δυνατός, ισχυρός
νεοελλ.
πολύ έντονος, γεμάτος ζωτικότητα («νευρώδες ύφος»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρῶδες
α) το σημείο του σώματος που έχει πολλά νεύρα
β) το νευρικό σύστημα.