ἀκρόχολος
English (LSJ)
v. sub ἀκράχολος.
Spanish (DGE)
-ον
irascible, de mal genio Arist.EN 1126a18, Ph.2.268, Poll.2.214
•subst. τὸ ἀ. la cólera Hermog.Id.2.7 (p.358).
French (Bailly abrégé)
v. ἀκράχολος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόχολος: Arst., Plut. = ἀκράχολος.
German (Pape)
Sp. für ἀκράχολος.
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик