διαμπερής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. διαμερές (por διαμμερ-) CEG 108.6 (Eretria V a.C.)
I que atraviesa de parte a parte, que traspasa ὀδύνη Hp.Mul.2.125, τὸ δὲ κρανίον ... ἔκτρησιν ἔχει διαμπερῆ Ruf.Oss.7, ἔχουσι δὲ κοιλότητας οὐ διαμπερεῖς Ruf.Oss.29
•fig. δ. αἶσχος AP 9.397 (Pall.).
II neutr. adv.
1 de parte a parte, de una parte a otra βέβληαι κενεῶνα δ. estás herido en el costado de parte a parte, Il.5.284, διὰ δ' ἀμπερὲς ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.377, cf. 17.309, τέτρηνται ... ἔσχατα τέρθρα δ. Emp.B 100.4, cf. Pl.Phd.112e, τοξευθεὶς ... δ. τὴν κεφαλήν X.An.4.1.18, δ. ἐληλάσθαι llevar de parte a parte Pl.R.616e, ἀντετόρησε δ. Opp.H.3.556, cf. X.An.7.8.14, A.R.2.599, Plu.Phil.6, Orph.A.1171, Q.S.1.617, ὀδύναι ἴσχουσι τὸ στῆθος καὶ τὸ μετάφρενον δ. Hp.Morb.2.62
•como prep. de gen. a través de δ. ἀσπίδος αὐτῆς Il.12.429, στιχὸς εἶμι δ. Il.20.362, δ. στέρνων S.Ph.791, τάων ... δ. A.R.2.319, δ. ὁρμηθῆναι πετράων A.R.4.1253.
2 por todas partes, de punta a cabo, en su totalidad ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα δ. y ésta (la muralla) cayó por todas partes, Il.12.398, ὃν πέρι πέτρη ἡλίβατος τετύχηκε δ. ἀμφοτέρωθεν Od.10.88, cf. 14.11
•enteramente, totalmente εἴλυτο δ. ἐς πόδας ἄκρους Il.16.640, τάχα κέν σε ... ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε δ. Il.16.618, πάντεσσι δ. ὥς περ ὑπέστη ἐξετέλεσσ' Hes.Th.402, ἢν οὖν δ. ἴῃ (ὁ μηρός) así que si (el hueso del muslo) se sale enteramente Hp.Fract.22.
3 c. idea de tiempo del principio al fin, sin interrupción, todo el tiempo τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι δ. Il.10.88, ὄνειδος ἔσσομαι ἤματα πάντα δ. Il.16.499, αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι δ. Il.15.70, ξεῖνοι δὲ δ. εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος nos gloriamos de vínculos de hospitalidad desde siempre por amistad de (nuestros) padres, Od.15.196, cf. 4.209, 8.245, Sol.1.27, CEG l.c., θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι δ. Hes.Op.236, καὶ ταῦτ' ἀλλάσσοντα δ. οὐδαμὰ λήγει Emp.B 17.6, cf. 26.11, ἔμπεδον ὥς ἀλέγυνε δ. A.R.4.1203, Καρείου ... μέδεσθε δ. Ἀπόλλωνος Orác. en ZPE 1.1967.184.16 (Hierápolis II d.C.), ἕστακεν ἄνδιχα πάντα δ. Gr.Naz.M.37.416A, cf. Orph.A.1360.
4 fig. directamente τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκεθ' ἅπερ τε βέλος esto ha llegado directo a mi oído como una flecha A.Ch.380, διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ δ. A.R.3.671.
III adv. διαμπερέως
1 de parte a parte κεντέεσθαι ὑπὸ τῆς ὀδύνης διαμπερέως, ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη Hp.Int.8
•del todo, enteramente μοι ταῦτα διαμπερέως ἀγόρευσον Hes.Fr.280.3, διαμπερέως ὅ τί κα λέγοι τὰ γράμμαθ', ἑρμήνευε Philyll.10, διείσομαι ἀνδράσιν ... πάντα δ. Nic.Th.495, cf. s. cont., Stesich.Fr.Lille 281, Hsch.
2 ininterrumpidamente διαμπερέως ... ἐς τέλος Theoc.25.120.
• Etimología: De δι(ά), -αν(ά) y πείρω, c. la misma combinación que en διάνδιχα.
German (Pape)
[Seite 591] ές, durchdringend; ὀδύνη – ἐς τὴν κεφαλήν, Hippocr.; – sp. Med.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
seul. neutre adv. • διαμπερές et subst. τὸ Διαμπερές;
I. avec idée de lieu :
1 d'outre en outre, de part en part, à travers, gén. ou acc.;
2 d'un bout à l'autre, sans interruption;
II. avec idée de temps du commencement à la fin, càd :
1 sans cesse, toujours;
2 continuellement.
Étymologie: DELG διά, ἀμπείρω de ἀναπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμπερής -ές [διά, ἀναπείρω] ook in tmes. διὰ δ’ ἀμπερές zelden als adj. voortdurend:. αἶσχος schaamte AP 9.397. doordringend, stekend (van pijn). n. adv. διαμπερές, ook διαμπερέως van plaats dwars (er) doorheen:; βέβληαι κενεῶνα δ. je bent in je zij getroffen, dwars er doorheen Il. 5.284; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ (ο) dat is dubbel en dwars tot je oor doorgedrongen Aeschl. Ch. 380; overal, over de hele lengte:. σταυροὺς δ᾽ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα buiten had hij overal in beide richtingen paaltjes in de grond geslagen Od. 14.11; ἕσπετο πᾶσα διαμπερές zij kwam over de hele lengte mee (van een borstwering) Il. 12.398; ἐκ κεφαλῆς... διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους overal van top tot teen (lett. de punt van zijn tenen) Il. 16.640. van tijd van begin tot eind, voortdurend, almaar:. κακὰ φρονέουσι διαμπερὲς ἀλλήλοισιν zij beramen elkaar onophoudelijk kwaad Il. 22.264. van omvang door en door, compleet, helemaal:. ὣς δ᾽ αὔτως πάντεσσι διαμπερές, ὥς περ ὑπέστη, ἐξετέλεσσ᾽ precies zo bewerkstelligde hij voor allen helemaal wat hij beloofd had Hes. Th. 402. n. διαμπερές, als prep. met gen. dwars doorheen:. δ. ἀσπίδος αὐτῆς dwars door het schild zelf Il. 12.429.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπερής: -ές, διαπεραστικός, δριμύς, ὀδύνη Ἱππ. 645. 22. Πρβλ. τὸ προηγ.
Greek Monolingual
-ές (AM διαμπερής, -ές)
(για τραύματα) πέρα ώς πέρα, από τη μια πλευρά ή άκρη στην άλλη
αρχ.
1. (για πόνο) δριμύς, διαπεραστικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) βλ. διαμπερές.