κλέπτω

Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

English (LSJ)

Ion. impf.

   A κλέπτεσκον Hdt.2.174: fut. κλέψω Ar.Ec.667, etc., κλέψομαι X.Cyr.7.4.13: aor. ἔκλεψα Il.5.268, etc.: pf. κέκλοφα Ar.Pl.369, 372, Pl.Lg.941d; later part. κεκλεβώς IG5(1).1390.75 (Andania, i B.C.):—Pass., aor. 1 ἐκλέφθην Hdt.5.84, E.Or.1580: aor. 2 ἐκλάπην [ᾰ] Pl.R.413b, X.Eq.Mag.4.17; later part. κλεπείς BGU454.19 (ii A.D.): pf. κέκλεμμαι S.Ant.681, Ar.V.57. (Cf. Lat. clèpere, Goth. hlifan (κλέπτειν), hliftus (κλέπτης)):—steal, c. acc. or abs., Il.24.24, 71, 109; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i.e. foals of that breed, 5.268; κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος Sol.4.13; κ. μοιχεύειν τε Xenoph.11.3; ἢν μηδὲν μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.253; κ. τι παρ' ἀλλήλων Hdt.1.186; κ. ἐξ ἱερῶν Pl.Lg.857b; carry off, κλέψεν Μήδειαν Pi.P.4.250; πυρὸς σέλας κ., of Prometheus, A.Pr.8; κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644; κ. τοὺς μηνύοντας spirit away the deponents, Antipho 5.38; ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κ. let it down secretly, E.Tr.958, cf. 1010; κ. μορφάς, of painters, steal forms (by transferring them to canvas), Luc.Epigr.41.    2 in part. Act., thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief s look, Ar.V.900; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός he's an arrant thief, ib.933.    II c.acc. pers., cozen, cheat, πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον Il.14.217; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Hes: Th.613; μὴ κλέπτε νόῳ Il.1.132; κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pi.P.3.29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; οὔτοι φρέν' ἂν κλέψειεν A.Ch.854, cf. S.Tr.243, etc.; τὴν γνώμην Hp.Epid. 5.27; κ. τὴν ἀκρόασιν Aeschin.3.99:—Pass., κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist.Rh.1408b5; προβαίνειν κλεπτόμενος to go on blindfold, Hdt.7.49; κλέπτεταί οἱ ἡ αὐγή his vision becomes deceptive, Hp.Morb.2.12; κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Pl.R.l.c.: impers., κλέπτεται the deception is passed off, Arist.Rh.1404b24.    III conceal, keep secret, θεοῖο γόνον Pi.O.6.36; θυμῷ δεῖμα Id.P.4.96; disguise, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ' E.Supp.416; τοῖς ὀνόμασι κ. τὰ πράγματα Aeschin.3.142; τοὺς ἑαυτῶν κ. X.Eq.Mag.5.2; κ. ἑαυτὸν ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων Philostr.VS1.7.2; κ. τοῦ διανοήματος τὴν ἄδειαν Demetr.Eloc.239:—Pass., κλέπτεται τὸ μετρικόν ib.182, cf. Them.in Ph.276.26, Paul.Aeg.6.103.    IV do secretly or treacherously. δόλοισι κ. σφαγάς execute slaughter by secret frauds, S.El.37; πόλλ' ἂν . . λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Id.Aj.1137; κ. μύθους whisper malicious rumours, ib.188(lyr.); κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or open force, Pl.Lg.933e; ταῦτα κλέπτοντες ταῖς πράξεσιν, i.e. λάθρᾳ πράττοντες, ib.910b; κλεπτομένη λαλιά secret, clandestine, Luc.Am.15, etc.    2 seize or occupy secretly, τὰ ὄρη X.An.5.6.9, cf. 4.6.11, 15; τὴν ἀρχήν D.H.4.10.    3 effect or bring about clandestinely, γάμον κ. δώροις Theoc.22.151:—Pass., to be 'smuggled in', Arist.Rh.Al.1440b21.    4 get rid of imperceptibly, τὸ δοκεῖν . . D.H.Rh.8.7; τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον Id.Comp.19:—Pass., τοῦ πόσου κλεπτομένου Plot.4.7.5.

German (Pape)

[Seite 1449] fut. κλέψω, ὅπως κλέψεις Soph. Phil. 55 (1 mss. κλέψῃς), gew. κλέψομαι, Xen. Cyr. 7, 4, 12; perf. κέκλοφα, pass. κέκλεμμαι, att. auch κέκλαμμαι, aber Ar. Vesp. 57 ist jetzt κεκλεμμένον hergestellt, wie Ath. IX, 409 c; aor. pass. ἐκλέφθην, Eur. Or. 1597, u. ἐκλάπην, letzteres Plat., vgl. ἐξεκλάπην; – 1) stehlen, heimlicherweise, listig entwenden u. sich aneignen; bei Hom. u. Hes. noch nicht als sittlich schlecht bezeichnet, sondern wegen Schlauheit u. Gewandtheit, die sich dabei zeigt gelobt, wie Hermes selber stiehlt, Il. 24, 24; heimlich entrücken, 5, 268; Aesch. Prom. 8; Soph. Phil. 640; κλέψας ἄγαλμα Eur. Rhes. 502; ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Ar. Equ. 1149; κλέπ τεσκε ἂν περιιὼν τὰ ἐπιτήδεα Her. 2, 174; κλεφθέντων τῶν ἀγαλμάτων 5, 84; Plat. u. Folgde; von ἁρπάζω unterschieden, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640, wie Ar. Plut. 372; von Menschen, entführen, Μήδειαν pind. P. 4, 250, vgl. Antiph. 5, 38 κλέπτουσι τοὺς μηνύοντας κἆτα ἀφανίζουσιν, heimlich über die Seite schaffen. Auch einen Ort heimlich, unbemerkt einnehmen, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 6, 9. Durch List erlangen, erschleichen, Arist. rhet. Al. 36, 2; γάμον δώροις Theocr. 22, 51. – 2) allgemeiner, betrügen, hintergehen, berücken; πάρφασις ἔκλεψε νόον, Schmeichelrede bethörte den Sinn, Il. 14, 217; Hes. Th. 613; μὴ κλέπτε νόῳ, hege nicht Trug in der Seele, Il. 1, 132; κλέπτει τέ νιν οὐ θεός, οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pind. P. 3, 29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7, 23; οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην Aesch. Ch. 841, θεοῖσι κλέπτομαι Soph. Ant. 1203, ich werde von den Göttern getäuscht; εἰ μὴ τῷ χρόνῳ κεκλέμμεθα 677; Eur. Herc. Fur. 100, einzeln auch in Prosa, κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist. rhet. 3, 7; vgl. Aesch. 3, 99 κλέπτων τὴν. ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας, vgl. §. 85; von Taschenspielern, τὰς τῶν θεωμένων ὄψεις δι' ὀξυχειρίαν κλέπτουσι S. Emp. adv. rhet. 39. – Her. vrbdt προβαίνει τὸ πρόσω κλεπτόμενος. er laßt sich verleiten, vorwärts zu gehen, 7, 49, 2. – 3) heimlich halten, verhehlen; θεοῦ γόνον Pind. Ol. 6, 36; θυμῷ δεῖμα P. 4, 96; τοὺς ἑαυτοῦ ἱππέας ἅμα κλέπτοντα ἐξ ἀπροσδοκήτου τοῖς πολεμίοις ἐπιτίθεσθαι Xen. Hipparch. 5, 2; τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα Aesch. 3, 142, indem er die Sachen verdeckt mit falschen Namen; Sp. – 4) heimlich, verstohlen thun; μύθους κλέπτουσι ὑποβαλλόμενοι, geheim breiten sie fälschlich Lügen aus, wie πόλλ' ἂν κακῶς λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Soph. Ai. 188, vgl. 1116; τὰς ὀχείας Arist. H. A. 6, 20; Plat. setzt einander gegenüber κλέπτων ἢ βιαζόμενος, heimlich oder mit Gewalt, Legg. XI, 933 e; οὐκοῦν κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν, ohne daß sie es merken od. gezwungen, Rep. III, 413 b. – Das part. praes. κλέπτον, diebisch, verstohlen; ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει ὁ μικρός Ar. Vesp. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα 932. – Verwandt mit καλύπτω; bei Hesych. auch κλέπω, vgl. Lob. Phryn. 317.