συγκροτέω

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands for joy, X.Cyr.2.2.5, Ath.10.420c; ταῖς χερσίν LXXNu.24.10; smite them together in grief or anger, Luc.Somn.14; σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους, Id.JTr.45, Cat.20.    2 abs., clap, applaud, Polem.Call.62; join in applauding, Eun.VSp.484B.:—Pass., to be applauded, X.Smp.8.1.    II hammer or weld together, Ar.Eq. 471; ἀσπὶς συγκεκροτημένη Plu.Nic.28.    2 metaph., σ. ὀνόματα weld words together into unities, Pl.Cra.409c,415d,416b; of style, λέξις συγκεκροτημένη pithy, terse, D.H.Dem.18, Isoc.2, etc.    b knock together, compose, ἀνάπαιστα Luc.Symp.18; κατηγορίαν Id.Eun.13.    c weld a number of men into one body, i.e. organize them, τὸν χορόν D.21.17; σύνδειπνον Plu.2.528b (Pass.); πότον Luc. Gall.12 (Pass.); ξυνωμοσίαν Id.Phal.1.4; γάμους Ach.Tat.2.11; esp. of military or naval forces, collect, levy, σ. δύναμιν, στράτευμα, Hdn.1.9.1, 2.14.6, cf. Aristid.2.157J.; μίαν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμον ἐφ' ἑαυτὸν συγκροτεῖ Chor.29.80 F.-R.:—Pass., ἐκεῖνό μοι φράσον, εἰ πάλαι ξυγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις Luc.JTr.33; πόλεμος . . ἐπὶ ὑπηκόους συνεκροτεῖτο was being waged against subjects, Chor.3.11 F.-R.    d train, D.L.7.185:—Pass., ib.31: freq. in pf. part. Pass. συγκεκροτημένος, well-trained, disciplined, ναῦς συγκεκρ. X.HG6.2.12; συγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου D.2.17; εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Hdn.7.2.2; συγκεκρ. πληρώματα Plb.1.61.3; ἑταιρεῖαι Plu.Lys.13.    e ἐπιτήρει δὲ καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐν ᾗ συγκροτεῖται μάλιστα ὁ χρησμός on which the oracle works best, Astramps.Orac. p.3.    f assist, help, συγκροτῆσε (i.e. -ῆσαι) τὸν εὐγενῆ Παῦλον POxy.1872.2 (v/vi A.D.); συγκροτεῖ· . . συμπράττει, Suid.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenschlagen; τὼ χεῖρε, zuklatschen, beklatschen, Xen. Cyr. 2, 2, 5; Ar. Equ. 469, wo aber eine Anspielung auf das vorangehende χάλκευε darin liegt. – Pass. Beifall finden, Xen. Conv. 8, 1; – zusammenschmieden, übh. vereinigen, zusammenziehen, Plat. Crat. 415 d 416 b 421 a; αἱ συγκεκροτημέναι ἑταιρίαι, Plut. Lys. 13; συνεκρότει τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως, Phoc. 12; – übrtr., zusammen einüben, vorbereiten, συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου, Dem. 2, 17, wie Hdn. 7, 2, 4, εἰς πολεμικὲν ἄσκησιν συγκεκρότηκε, mit ironischer Nebenbeziehung; συγκεκροτημένη εἰρεσία, πληρώματα, Pol. 2, 34. 1, 61, 3; vgl. Xen. Mem. 6, 11, 12; ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς, Luc. conviv. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συγκροτέω: κροτῶ, κρούω, κτυπῶ ὁμοῦ, σ. τὼ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας ἐκ χαρᾶς, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 5, Ἀθήν, 420C· ἀλλ’ ὡσαύτως κρούω αὐτὰς ὁμοῦ ἐν θλίψει ἢ ὀργῇ, Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτω, σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45, ἐν Κατάπλ. 20. 2) ἀπολ., κρατῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, Ἰσίδωρ. 3. 353· ― καὶ ἐν τῷ παθ., χειροκροτοῦμαι, ἐπευφημίας τυγχάνω, Ξεν. Συμπ. 8, 1. ΙΙ. σφυρηλατῶ, διὰ σφυρηλασίας ἑνώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 471· ἀσπὶς συγκεκροτημένη Πλουτ. Νικ. 28. 2) μεταφορ., σ. ὀνόματα, συνάπτω λέξεις (διὰ συνθέσεως), Πλάτ. Κρατ. 409C, 415D, 416Β· ― ἐπὶ ὕφους, λέξις συγκεκροτημένη, τετορνευμένον καὶ νευρῶδες ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18, π. Ἰσαί. 2, κτλ. β) χαλκεύω, «φτειάνω», ἀνάπαιστα Λουκ. Συμπ. 18· κατηγορίαν ὁ αὐτ. ἐν Εὐνούχ. 13· ἔριν ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. γ) γυμνάζω, καταρτίζω, ὀργανῶ, σχηματίζω, τὸν χορὸν Δημ. 520. 11· σύνδειπνον Πλούτ. 2. 528Β· πότον Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ξυνωμοσίαν ὁ αὐτ. ἐν Φαλ. 1. 4· γάμους Ἀχιλ. Τάτ. 2. 11· ― μάλιστα ἐπὶ στρατιωτικῆς ἢ ναυτικῆς δυνάμεως, στρατολογῶ, συνάγω, συγ. δύναμιν, στράτευμα Ἡρῳδιαν. 1. 9, κτλ., πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 157· ― ὡσαύτως ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἀγωγῆς, Διογ. Λ. 7. 32. 185· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. συγκεκροτημένος, καλῶς ἠσκημένος, γεγυμνασμένος, ἡτοιμασμένος, ναῦς συγκεκρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· συγκεκροτημένος τὰ τοῦ πολέμου Δημ. 23. 3· εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Ἡρῳδιαν. 7. 2· συγκεκρ. πληρώματα Πολύβ. 1. 61, 3· ἑταιρίαι Πλουτ. Λύσ. 13. δ) συγκεκρότηται ἡ μάχη, συνήφθη, Κύριλλ.