ἀλιταίνω

Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰλ], Ep. Verb, used by A. in lyr., chiefly in aor. 2 Act. and Med.:—Aet., aor. 2

   A ἤλῐτον Il.9.375, Thgn.1170, A.Eu.269: subj. ἀλίτῃ Ps.-Phoc.208; opt. ἀλίτοιμι A.Pr.533; part. ἀλιτών Eu.316 (cj. Auratus): later Ep. aor. 1 ἀλίτησα Orph.A.644:—Med., ἀλιταίνεται Hes.Op.330: aor. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι Hom., v. infr.: participial form ἀλιτήμενος:—sin or offend against, c. acc. pers., ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν Il.9.375; ὅτις σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας 19.265; Αθηναίην ἀλίτοντο Od.5.108; ἀθανάτους ἀλιτέσθαι 4.378, cf. Hes.Sc.80, Thgn.l.c.; ἀλιταίνητ' ὀρφανὰ τέκνα Hes. Op.330, cf. A. Eu.269, Ps.-Phoc.l.c.    2 c.acc. rei, transgress, Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς Il.24.570; ὅρκον, σπονδάς, A.R.4.388, Opp.H.5.563.    3 c. gen., stray from, ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph. l.c., cf. Call.Dian. 255.    4 ἀλιτήμενος as Adj., = a)litro/s, qeoi=s a) . sinful in the eyes of gods, Od.4.807.

German (Pape)

[Seite 98] praes. act. nur VLL., med. nur Hes. O. 328; acr. I. ἀλίτησεν Orph. Arg. 642 und, VLL.; Hom. nur perf. ἀλιτήμενος u. aor. 2 ἤλιτεν, ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτηται, ἀλιτέσθαι; irren (ἄλη), sündigen, τινά, sich gegen Jemand versündigen; Hom. Iliad. 9, 375 ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν, med. in derselben Bed., Od. 5, 108 Ἀθηναίην ἀλίτοντο, Iliad. 19, 265 ὅ τίς σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας, Od. 4, 378 ἀθανάτους ἀλιτέσθαι; Iliad. 24, 570. 586 Διὸς δ' ἀλίτωμαι (ἀλίτηται) ἐφετμάς; c. dat. Od. 4, 807 οὐ μὲν γάρ τι θεοῖς ἀλιτήμενός ἐστιν; – Hes. Sc. 80 μέγ' ἀθανάτους μάκαρας, denn diese Verbesserung Dorville's ist gewiß richtig für μετά; Aesch. aor. II. act. Eum. 259 Prom. 551; μηδ' ἀλίτοιμι λόγοις Theogn. 1124; sp. D. In der eigentl. Bdtg σκολιῆς ἀλίτησεν ἀταρποῦ, er irrte ab vom Pfade, Orph. a. a. O.; vgl. Call. Dian. 255.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐταίνω: [ᾰλ], Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν λυρ. χωρίοις τὸ πλεῖστον ἀπαντῶν κατ’ ἀόρ. β΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. - Ἐνεργ. κατ’ ἀόρ. ἤλῐτον, Ἰλ., Θέογν. 1170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 269· ὑποτακτ. ἀλίτῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 208· εὐκτ. ἀλίτοιμι, Αἰσχύλ. Πρ. 533· μετοχὴ ἀλιτών, Αἰσχύλ. Εὐμ. 316 (οὕτως ὁ Ἕρμανν. καὶ ἄλλοι κατὰ τὸν Αὐρᾶτον): μεταγεν. Ἐπ. ἀόρ. α΄ ἀλίτησα, Ὀρφ. Ἀργ. 642. - Μέσ. ἀλιταίνεται (ἑτέρα γραφὴ ἀλιτρ-), Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 328· ἀόρ. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι, Ὅμ.: μετοχὴ ἀλιτήμενος μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασ. ἐνεστῶτος (ἐσχηματισμένη ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλίτημι, πρβλ. τιθήμενος, Ἐπ. ἀντὶ τιθέμενος)· ἴδε κατωτέρω. (Συγγενὲς τῷ ἄλη, ἀλάομαι, κτλ.: - ἐντεῦθεν ἀλείτης, ἀλοιτός, ἀλιτήριος: τὸ ἀλιτραίνω εἶναι ἁπλῶς Ἐπ. τύπος). Ἁμαρτάνω εἴς τινα ἀδικῶ, βλάπτω, μετὰ αἰτιατ. προσώπ., ἐκ γὰρ δή μ’ ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν, Ἰλ. Ι. 375· ὅτις σφ’ ἀλίτηται ὀμόσσας, Τ. 265· ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, Ὀδ. Δ. 378· Ἀθηναίην ἀλίτοντο, Ε. 108· οὕτω παρ’ Ἡσ. Ἀσπ. 80 (ἔνθα ἀνάγν. μέγ’ ἀντὶ μετ’), Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 269· πρβλ. ἀλιτρέω. 2) μ. αἰτ. πράγμ., παραβαίνω, Διὸς δ’ ἀλίτωμαι ἐφετμάς, Ἰλ. Ω. 570· ὅρκον, σπονδὰς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 388, Ὀππ. Ἁ. 5. 563. 3) μ. γεν., ἁμαρτάνω τινός, ἀποπλανῶμαι, ἀλίτησεν ἀταρποῦ, Ὀρφ. ἔνθ. ἀνωτ.· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 255. 4) ἡ μετοχὴ ἀλιτήμενος εἶναι ἐν χρήσει = ἀλιτρός, ὡς ἐπίθετον θεοῖς ἀλιτήμενος, ἁμαρτωλὸς ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ὀδ. Δ. 807· πρβλ. ἀλιτήμερος.