ἀλιτραίνω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Ep. for ἀλιταίνω (when required by metre), abs., sin, offend, ὅστις ἀλιτραίνει or ὅς κεν ἀλιτραίνῃ Hes.Op.243 (cf. Aeschin. 2.158, 3.134); ἢν μὲν ἀλιτραίνῃς AP9.763 (Jul.); οὐδὲν ἀ. Tryph. 269.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
cometer una impiedad, una falta contra normas divinas, pecar ὅστις ἀλιτραίνῃ ... τοῖσιν δ' οὐρανόθεν μέγ' ἐπήγαγε πῆμα Κρονίων Hes.Op.241, οὐδὲν ἀλιτραίνοντα Triph.269
•c. ac. de pers. ofender, ultrajar τὴν παράκοιτιν AP 7.567 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 99] = ἀλιταίνω, Hes. O. 328, wo jetzt nach Spohn's Vorgang ἀλιταίνεται gelesen wird; aber ὅς κεν ἀλιτραίνῃ 239, von Aesch. 3, 135 citirt, hat sich richtig erhalten; vgl. Agath. 79 (VII, 567); Iul. Aeg. 38 (IX, 763); aor. ἀλιτρών, denn so, nicht ἀλιτρῶν ist zu schreiben, Aesch. Eum. 306.
French (Bailly abrégé)
c. ἀλιταίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλιτραίνω: Hes., Anth. = ἀλιταίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτραίνω: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιταίνω (ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ)· ἀπολ. = ἁμαρτάνω, βλάπτω, ἐνοχλῶ, ὅστις ἀλιτραίνει ἢ ὅς κεν ἀλιτραίνῃ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 241 (ἴδε Αἰσχίν. 49. 27., 73. 4)· ἢν μὲν ἀλιτραίνῃς, Ἀνθ. Π. 9. 763· οὐδὲν ἀλ., Τρυφ. 269.
Greek Monolingual
ἀλιτραίνω (Α) ἀλιτρός
επικ. ρ. αντί του ἀλιταίνω
αδικώ, αμαρτάνω.
Greek Monotonic
ἀλῐτραίνω: Επικ. αντί ἀλιταίνω, αμαρτάνω, βλάπτω, ενοχλώ, σε Ησίοδ., Ανθ.