μήστωρ
English (LSJ)
ωρος (once ορος, v. infr. 11), ὁ, (μήδομαι)
A adviser, counsellor, ὕπατος μήστωρ, of Zeus, Il.8.22, 17.339; θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, of Priam, 7.366; Patroclus, 17.477, Od.3.110; Neleus, 3.409; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.4.328; μήστωρα φόβοιο, of Diomedes, 6.278; of Patroclus, 23.16; μήστωρε φ., of the horses of Aeneas, 5.272, 8.108. 2 in Ion. Prose, skilled assistant to a surgeon, Hp.Mochl.38. II as Adj., μήστορι σιδάρῳ Tim. Pers.143.
German (Pape)
[Seite 178] ὁ, ωρος (μήδομαι), der Rather, Rathgeber, bes. der klugen Rath giebt, ersinnt; Ζῆν' ὕπατον μήστωρα, Il. 8, 22; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Rathgeber, 7, 366. 17, 477 Od. 3, 110 u. sonst; μήστωρ μάχης, der Berather, Lenker der Schlacht, Il. 17, 339, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen, 4, 328; auch von Patroklus u. Hektor, 16, 759, wie von Peirithous, 14, 318. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Il. 5, 272, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; vgl. 8, 108; Diomedes μήστωρ φόβοιο, 6, 97, Hektor u. Patroklos, 12, 39. 23, 16, der Flucht zu erregen weiß. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μήστωρ: -ωρος, ὁ, (μήδομαι) πρόβουλος, προνοητής, ἐπόπτης, Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ Ζεὺς καλεῖται ὕπατος μήστωρ Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς ἄλλος διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, οἷον ὁ Πρίαμος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος Η. 366· ὁ Πάτροκλος, Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ Νηλεύς, Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, ἄξιος νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον ὄνομα, Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.