ξενία

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ, Ep. ξενίη Od.24.286 ; Ion. ξεινίη (

   A v.l. ξεινηΐη) Hdt. (v. infr.) : (ξένος) :— hospitality shown to a guest, entertainment, δώροισιν ἀμειψάμενος . . καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Od.24.286 ; μείξεσθαι ξενίῃ ἠδ' ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν ib.314 ; κατὰ ξεινίην hospitii causa, Hdt.2.182 ; ἐπὶ ξενίαν ἐλθεῖν to come as a guest, Pi.N.10.49 ; but, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν, also ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖσθαι, καλεῖν, prob. only as f.l. for ἐπὶ ξένια, v. ξένιος 1.2 : in pl., Id.O.4.17 ; ξενίαι καὶ φιλότητες And.1.145 ; ἑτοίμαζέ μοι ξ. Ep.Philem.22.    2 friendly relation between two states, or between a person and a foreign state, ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Lat. hospitium facere cum aliquo, Hdt.1.27,3.39 ; ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε Id.7.116 ; ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης Id.1.69 ; διαλύσασθαι τὴν ξ. Id.4.154 ; τὰς παλαιὰς ξ. ἀνανεώσασθαι Isoc.4.43 ; κατὰ τὴν ξ. because of their friendly relations, Th.8.6 ; διὰ τὴν ξ. Plu.2.816a ; πρὸς ξ. τᾶς σᾶς by thy friendship with us, S.OC515 (lyr.) ; ξ. τινός with him, D.18.51 ; φιλίαν καὶ ξ. ib.284.    3 status of an alien, opp. that of a citizen, γραφὴ ξενίας indictment of an alien for usurping civic rights, Id.Ep.3.29 ; ξενίας φεύγειν (sc. γραφήν) to be so indicted, Ar.V.718 ; ἀγωνίσασθαι Lys.13.60 ; ἁλίσκεσθαι D. 24.131 ; ξενίας γράψασθαί τινα Id.40.41.    II guest-chamber, PSI 1.50.16 (iv/v A. D.) ; perh. lodging, Act.Ap.28.23.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, v. l., 1) Gastfreundschaft, Gastrecht; μίξεσθαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαθῇ ξενίῃ 286, die Bewirthung, gastliche Aufnahme; πέποιθα ξενίᾳ προσάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλθόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. ξένιος); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirthung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασθαι τὰς πατρικὰς φιλανθρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Ggstz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσθαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch ξένιος.

Greek (Liddell-Scott)

ξενία: ἡ, Ἐπικ. ξενίη Ὀδ., Ἰων. ξεινίη, οὐχὶ (ὥς τινα τῶν Ἀντιγράφ.) ξεινηίη, Ἡρόδ.· (ξένος)· ― ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ξενιζομένου, φιλοξενία, φιλικὴ ὑποδοχή, Λατιν. hospitium, δώροισιν ἀμειψάμενος... καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Ὀδ. Ω. 286· μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ’ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν αὐτόθι 314· κατὰ ξεινίην, χάριν φιλοξενίας, hospitii causa, Ἡρόδ. 2. 182· ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν, ὡς φίλου, Πινδ. Ν. 10. 92· ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν Δημ. 81. 20, Διοδ. Ἐκλογ. 618. 12· (οὕτως, ἐπὶ ξένια καλεῖν, ἴδε ἐν λέξει ξένιος Ι. 2· ἐπὶ ξενισμὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 2349)· ἡ φράσις: ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, ἂν καὶ συχνὴ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ., ὡς ἐν Ξεν. Πόρ. 3, 4, διάφ. γραφ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. 1. 40, εἶναι ἴσως ἡμαρτημ. ἀντὶ ἐπὶ ξενίαν ἢ ἐπὶ ξένια, Cobet V. LL. σ. 81, 248· ― ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 4. 25, Ἀνδοκ. 19. 2. 2) φιλικὴ σχέσις μεταξὺ δύο ξένων ἢ μεταξὺ προσώπου τινὸς καὶ ξένης πρὸς αὐτὸ πόλεως (πρβλ. πρόξενος), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Λατ. hospitium facere cum aliquo, Ἡρόδ. 1. 27., 3, 39· ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε 7. 116· ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης 1. 69· διαλύεσθαι τὴν ξειν. 4. 154· τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασθαι Ἰσοκρ. 49C· κατὰ τὴν ξ., ἕνεκα τῶν φιλικῶν αὐτῶν σχέσεων, Θουκ. 8. 6· διὰ τὴν ξ. Πλούτ. 2. 816Α· πρὸς ξ. τᾶς σᾶς, διὰ τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας σου, Σοφ. Ο. Κ. 515· ξ. τινός, μετά τινος, Δημ. 242. 20· φιλίαν καὶ ξ. ὁ αὐτ. 320. 11. 3) ἡ κατάστασις, ἢ ἡ ἔλλειψις δικαιωμάτων τοῦ ξένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κατάστασιν καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, γραφὴ ξενίας, ἀγωγὴ ἐναντίον ξένου σφετερισθέντος δικαιώματα πολίτου, Δημ. 1481. 18· οὕτω, ξενίας φεύγειν (ἐξυπ. γραφήν), καταγγέλεσθαι, Ἀριστοφ. Σφ. 718· ἀγωνίζεσθαι Λυσ. 135. 20· ξενίας ἁλίσκεσθαι Δημ. 741. 19· ξενίας γράψασθαί τινα ὁ αὐτ. 1020. 23.