ἐκπιέζω
English (LSJ)
A squeeze out, σπόγγος ἐξ ὕδατος ἐκπεπιεσμένος Hp.Acut. 21, cf. Dsc.1.50 ; thrust or force out, τοὺς προσβάλλοντας Plb.18.32.3 :—Pass., to be squeezed out, Arist.Mu.397a23, Dsc.1.52 ; ἕλκος ἐκπεπιεσμένον a sore that protrudes out of the skin, dub. in Hp.Fract.25 (cf. ἐκπλίσσομαι). II oppress, LXX 1 Ki.12.3 : a form ἐκπιεζέω ib.Ez.22.29 :—Pass., Plb.3.74.2.
German (Pape)
[Seite 772] herausdrücken, -pressen, Hippocr.; ἅλα, das Meerwasser aus den Haaren, Democrit. ep. (Plan. 180); Plut.; herausdrängen, Pol. 18, 15, 5 u. öfter, von Soldaten, die aus der Schlachtreihe zurückgedrängt werden; ἐκπιεστὰ ξύλα, bei Arist. probl. 16, 8, aus dem die Feuchtigkeit ausgepreßt ist, ausgedörrt. Erst bei Sp. findet sich die eigentlich dor. Form ἐκπιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπιέζω: -έσω, πιέζω τι ὥστε νὰ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὑγρόν, σπόγγος ἐξ ὕδατος θερμοῦ ἐκπεπιεσμένος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐξάγω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀναγκάζω αὐτὸν νὰ ἐξέλθῃ, τοὺς προσβάλλοντας Πολύβ. 18. 15, 3· παθ. διὰ τῆς πιέσεως ἐξέρχομαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἕλκος ἐκπεπιεσμένον, προκῦπτον ἔξω τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ‒ Παρὰ μεταγεν. ἐκπιάζω.