δημιουργία
English (LSJ)
ἡ,
A workmanship, handicraft, Pl.R.401a; τέχναι καὶ δ. ib.495d; piece of mechanism, Arist.Mu.400a1. 2 making, creating, ζῴων Pl.Ti.41c, etc.; δ. ἔκ τινος Id.Plt.280c; creative activity, μεριστὴ δ. Jul.Or.5.179b, al.; the creation, ἡ φανερὰ δ. ib.4.144b; ὁ κόσμος ὅδε καὶ ἁπλῶς ἡ δ. Dam.Pr.283. 3 physical function, Arist.HA489a13. 4 δ. τῶν τεχνῶν handling or practising them, Pl.Smp.197a. II the office of δημιουργός, OGI578.12 (pl., Tarsus), etc.: generally, magistracy, office, Arist.Pol.1310b22 (pl.).
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, das Verfertigen, Hervorbringen; ζώων Plat. Tim. 41 c; Arist. H. A. 1, 13; τῶν εἰδώλων Plat. Rep. X, 599 a; ἐκ τῶν λίνων Polit. 280 c; τεχνῶν, Betreiben der Künste, Conv. 197 a; die Kunst, das Handwerk, γραφικὴ καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη δ. Rep. IV, 401 a; καὶ τέχναι VI, 495 d; αἱ τῶν περὶ τὰ πέμματα δημιουργίαι Ath. I, 18 c. – Die Verwaltung der Staatsangelegenheiten, Staatsamt, Arist. Pol. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δημιουργία: ἡ, τὸ κατασκευάζειν, ἡ κατασκευή, ποίησις, ζῴων Πλάτ. Τιμ. 41C, κτλ.· δ. τινὸς ἔκ τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280C. 2) ἐργασία, ἐπιτηδειότης, χειροτεχνία, ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, 495D. 3) ἐνέργεια, λειτουργία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 3, 2. 4) δ. τῶν τεχνῶν, ἄσκησις αὐτῶν, ἐφαρμογή, Πλάτ. Συμπ. 197Α. ΙΙ. τὸ ὑπούργημα ἄρχοντος (ἴδε δημιουργὸς ΙΙ)· καθόλου, ἀρχή, ἐξουσία, ὑπούργημα, ἀξίωμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 5.