ῥίζα

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ης, ἡ: Ion. nom.

   A ῥίζη Hp. ap. Erot., acc. ῥίζην Marc.Sid.89 (before a vowel), but ῥίζαν Il.11.846 (whence Ion. nom. ῥίζα may be inferred):—root, Od.10.304, 23.196, etc.; used as a medicine, Il.11.846; ῥ. ἐλατήριος, of a purgative medicine, Hp.Epid.5.34: mostly in pl., roots, Il.12.134, Od.12.435, etc.; δένδρεα μακρὰ αὐτῇσιν ῥίζησι Il.9.542: hence    2 metaph., roots of the eye, Od.9.390 (but ῥίζας ἐν ὄσσοις αἱματῶπας in E.HF933 prob. bloodshot streaks); the roots or foundations of the earth, Hes.Op.19; χθόνα . . αὐταῖς ῥ. πνεῦμα κραδαίνοι A.Pr.1047 (anap.); ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο ib.367; of feathers, hair, etc., Pl.Phdr.251b, Arist.HA518b14; of the teeth, Id.GA789a13; γαστρὸς ῥ. ὀμφαλός Id.HA493a18, etc.    3 τὸν πόλεμον ἐκ ῥιζῶν ἀνῄρηκε 'root and branch', Plu.Pomp.21, cf. Heraclid. Pont. ap. Ath.12.523f; ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν LXX Jb.31.12; cf. ῥιζόθεν, πρόρριζος.    II that from which anything springs as from a root, ῥίζαν ἀπείρου τρίταν a third continental foundation, of Libya, Pi.P.9.8; ἀστέων ῥ., of Cyrene, as the root or original of the Cyrenaic Pentapolis, ib.4.15; root or stock from which a family springs, ῥ. σπέρματος Id.O.2.46, cf. I.8(7).61, A.Ag.966, S.Aj.1178, etc.; so, race, family, A.Th.755 (lyr.), E.IT610, OGI383.31 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; συκοφάντου . . σπέρμα καὶ ῥ. D.25.48; sect, party, Jul. Gal.106e; also ῥ. κακῶν E.Fr.912.11 (anap.); ἀρχὴ καὶ ῥ. παντὸς ἀγαθοῦ Epicur.Fr.409, cf. 1 Ep.Ti.6.10; πηγὴ καὶ ῥ. καλοκἀγαθίας Plu. 2.4c; ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Arist.Mete.353b1, etc.; cf. ῥίζωμα 11.    2 base, foundation, ῥ. πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti. Locr.97e, cf. Pl.Ti.81c; base of a vertical pillar, Procl.Hyp.3.23; τῶν λόφων Onos.10.6.    3 Math., root or base of a series, Anatolius ap.Theol.Ar.9. (Aeol. βρίζα (q.v.): cf. Goth. waúrts, Lat. radix.)

German (Pape)

[Seite 842] ἡ, die Wurzel; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων μελησίμβροτος, σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); ῥίζα πάντων καὶ βάσις τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch ῥίζα τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίζα: ης, ἡ αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 χάριν τοῦ μέτρου (ἴδε κατωτ.)˙ - ῥίζα, Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ. ὡς φάρμακον, Ἰλ. Κ. 846 ῥ. ἐλατήριος, καθαρτικὸν φάρμακον, καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ. δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542 ἐντεῦθεν 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο αὐτόθι 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. ῥιζόθεν, πρόρριζος. ΙΙ. τὸ ὡς ῥίζα ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πρέμνου φυόμενον, ὅθεν ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς τρεῖς ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. ὡσαύτως, τὸ πρᾶγμα ἐξ οὗ ἄλλο τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων ῥίζα, ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ ῥίζα ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ ὅθεν, γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... σπέρμα καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ ὡσαύτως, ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. ῥίζωμα ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix Γοτθ. vaurt-s Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz) παρ’ Ἄγγλοις root ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
racine;
I. au propre ; particul. racine médicinale;
II. p. anal.
1 racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, etc.), pied d’une montagne, fondement de la terre;
2 souche d’une famille ; race, famille;
3 source ou origine d’une chose (du bien, du mal, etc.).
Étymologie: p. *Ϝρίζα, cf. lat. radix, all. Würzel.