μελησίμβροτος
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
μελησίμβροτον, an object of care or love to men, ῥίζα Pi. P.4.15.
German (Pape)
[Seite 122] den Sterblichen ein Gegenstand der Fürsorge, Pflege seiend, von den Menschen gepflegt, geachtet, ἀστέων ῥίζαν μελησίμβροτον, Pind. P. 4, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recherché ou désiré par les mortels.
Étymologie: μέλω, βροτός.
Russian (Dvoretsky)
μελησίμβροτος: составляющий предмет заботы смертных, лелеемый людьми (ἀστέων ῥίζα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μελησίμβροτος: -ον, ὁ διὰ φροντίδος ὢν τοῖς βροτοῖς, ὁ τιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Πινδ. Π. 4. 27.
English (Slater)
μελησίμβροτος, -ον dear to men “ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (pr.: -βρότων coni. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) (P. 4.15)
Greek Monolingual
μελησίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων
2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός) σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
μελησίμβροτος: -ον (μέλω, βρότος), με το μ να εντίθεται, αντικείμενο φροντίδας ή αγάπης για τους ανθρώπους, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μελησί-μβροτος, ον μέλω, βρότος
with μ inserted, an object of care or love to men, Pind.