μελησίμβροτος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελησίμβροτος Medium diacritics: μελησίμβροτος Low diacritics: μελησίμβροτος Capitals: ΜΕΛΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: melēsímbrotos Transliteration B: melēsimbrotos Transliteration C: melisimvrotos Beta Code: melhsi/mbrotos

English (LSJ)

μελησίμβροτον, an object of care or love to men, ῥίζα Pi. P.4.15.

German (Pape)

[Seite 122] den Sterblichen ein Gegenstand der Fürsorge, Pflege seiend, von den Menschen gepflegt, geachtet, ἀστέων ῥίζαν μελησίμβροτον, Pind. P. 4, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recherché ou désiré par les mortels.
Étymologie: μέλω, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

μελησίμβροτος: составляющий предмет заботы смертных, лелеемый людьми (ἀστέων ῥίζα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελησίμβροτος: -ον, ὁ διὰ φροντίδος ὢν τοῖς βροτοῖς, ὁ τιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Πινδ. Π. 4. 27.

English (Slater)

μελησίμβροτος, -ον dear to men “ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (pr.: -βρότων coni. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) (P. 4.15)

Greek Monolingual

μελησίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων
2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός) σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

μελησίμβροτος: -ον (μέλω, βρότος), με το μ να εντίθεται, αντικείμενο φροντίδας ή αγάπης για τους ανθρώπους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελησί-μβροτος, ον μέλω, βρότος
with μ inserted, an object of care or love to men, Pind.