αἰδώς

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, η (late nom. pl. αἰδοί Sch.E.Hipp.386), as a moral feeling,

   A reverence, awe, respect for the feeling or opinion of others or for one's own conscience, and so shame, self-respect (in full ἑαυτοῦ αἰδώς Hierocl.in CA9p.433M.), sense of honour, αἰδῶ θέσθ' ἐνὶ θυμῷ Il.15.561; ἴσχε γὰρ αἰ. καὶ δέος ib.657, cf. Sapph.28, Democr. 179, etc.; αἰ. σωφροσύνης πλεῖστον μετέχει, αἰσχύνης δὲ εὐψυχία Th. 1.84, cf. E.Supp.911, Arist.EN1108a32, etc.; αἰδοῖ μειλιχίῃ Od.8.172; so ἀλλά με κωλύει αἴδως Alc.55 (Sapphus est versus); ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή Hdt.1.8; δακρύων πένθιμον αἰδῶ tears of grief and shame, A.Supp.579; αἰ. τίς μ' ἔχει Pl. Sph.217d; αἰ. καὶ δίκη Id.Prt.322c; αἰδοῦς ἐμπίπλασθαι X.Cyr.1.4.4; sobriety, moderation, Pi.O.13.115; αἰδῶ λαβεῖν S.Aj.345.    2 regard for others, respect, reverence, αἰδοῦς οὐδεμιῆς ἔτυχον Thgn.1266, cf. E.Heracl.460; αἰ. τοκέων respect for them, Pi.P.4.218; τὴν ἐμὴν αἰδῶ respect for me, A.Pers.699; regard for friends, αἰδοῦς ἀχαλκεύτοισιν ἔζευκται πέδαις E.Fr.595; esp. regard for the helpless, compassion, αἰδοῦς κῦρσαι S.OC247; forgiveness, Antipho 1.26, Pl.Lg. 867e (cf. αἰδέομαι 11.2).    II that which causes shame or respect, and so,    1 shame, scandal, αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ' ἐλέγχεα Il.5.787, etc.; αἰδώς, ὦ Λύκιοι· πόσε φεύγετε; 16.422; αἰδὼς μὲν νῦν ἥδε . . 17.336.    2 = τὰ αἰδοῖα, Il.2.262, Arat.493, D.H.7.72.    3 dignity, majesty αἰ. καὶ χάρις h.Cer.214.    III Αἰδώς personified, Reverence, Pi.O.7.44; Mercy, Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰ. S.OC1268, cf. Paus. 1.17.1; παρθένος Αἰδοῦς Δίκη λέγεται Pl.Lg.943e.

Greek (Liddell-Scott)

αἰδώς: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἐντροπή, αἴσθημα ἐντροπῆς, Ἰλ. Ω. 45· ὁ δ’ ἀγορεύει αἰδοῖ μειλιχίῃ, Ὀδ. Θ. 172, κτλ.: - συναίσθησις αἰδοῦς ἢ τιμῆς, φιλοτιμία· αἰδῶ θέσθ’ ἐνὶ θυμῷ, ἔχετε φιλοτιμίαν, Ἰλ. Ο. 561· ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος, = ἐκράτησεν αὐτοὺς ὀπίσω, ἀνέκοψεν αὐτοὺς αἰδὼς καὶ φόβος, αὐτόθι 657 (ἴδε ἐν λ. δέος)· αἰδοῖ εἴκων, Κ. 238· οὕτως: ἀλλὰ με κωλύει αἰδώς, Ἀλκαῖος 55· ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή, Ἡρόδ. 1 8· αἰδώς τίς μ’ ἔχει, Πλάτ. Σοφ. 217D· αἰδὼς καὶ δίκη, ὁ αὐτ. Πρωτ. 322C· αἰδοῦς ἐμπίπλασθαι, Ξεν., κτλ. - κατὰ προσωποποιΐαν· Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδώς, Σοφ. Ο. Κ. 1268. 2) κοσμιότης πρὸς τοὺς ἄλλους, σεβασμός· αἰδοῦς οὐδεμιῆς ἔτυχον, Θέογν. 1266, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλείδ. 461· αἰδὼς τοκέων, = σεβασμὸς πρὸς αὐτούς, Πινδ Π. 4. 388· τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σεβασμὸν πρὸς ἐμέ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 699· αἰδῶ λαβεῖν ἐπὶ τινι, Σοφ. Αἴ. 345· δακρύων πένθιμον αἰδῶ, = δάκρυα θλίψεως καὶ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 577· τὸ γὰρ τραφῆναι μὴ κακῶς αἰδῶ φέρει, Εὐρ. Ἱκ. 911. 3) ἔλεος, συγχώρησις, Ἀντιφῶν 114. 16. Πλάτ. Νόμ. 867E. II. πᾶν ὅ,τι προξενεῖ αἰδῶ ἢ σεβασμόν, καὶ οὕτω: 1) αἰσχύνη, σκάνδαλον, αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ’ ἐλέγχεα! Ἰλ. Ε 787, κτλ· αἰδώς, ὦ Λύκιοι· ποῖ φεύγετε; Π. 422· αἰδὼς μὲν νῦν ἥδε..., Ρ. 336. 2) τὰ αἰδοῖα, Ἰλ. Β. 262. 3) ἀξιοπρέπεια, μεγαλεῖον, αἰδὼς καὶ χάρις, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 214. (περὶ τῆς Ὁμηρ. ἰδέας τῆς λέξ. ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 2. 431 κἑξ).

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
I. 1 sentiment de l’honneur;
2 honte, pudeur : αἰδοῦς ἐμπίπλασθαι XÉN être plein de modestie ; δι’ αἰδοῦς ἔχουσα ὄμμα ἐλεύθερον EUR la pudeur voilant son noble regard ; avec l’inf., honte, crainte de;
3 honte : τάχ’ ἄν τιν’ αἰδῶ κἀπ’ ἐμοὶ βλέψας λάβοι SOPH peut-être éprouverait-il qqe honte (de son abattement), ne fût-ce qu’après avoir jeté les yeux sur moi;
4 crainte respectueuse, respect : αἰδοῦς τυγχάνειν ὑπό τινος XÉN obtenir le respect de qqn;
5 égards, pitié, miséricorde, respect de l’infortune;
II. 1 ce qui cause la honte, sujet de honte : αἰδώς, Ἀργεῖοι IL quelle honte, Grecs !;
2 parties honteuses.
Étymologie: DELG origine incertaine.