σκέπαρνον
English (LSJ)
τό, or σκέπαρνος, ὁ (the Homeric passages and LXX 1 Ch.20.3, Is. 44.12, leave the gender uncertain, masc. in Hp.Art.35, S.Fr.797, PCair.Zen.753.33 (iii B.C.); later mostly neut., Peripl.M.Rubr.6, AP6.205 (Leon.), Luc.JConf.11, Poll. 10.146, cf. Phot.):—
A carpenter's axe, adze, for hewing and smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς (felling-axe or hatchet), Od.5.237, 9.391; ἀμφίξουν AP l.c. II from a like ness in the shape, a slightly oblique surgical bandage, Hp.Off.7 (neut.): but masc. in pl., [ἐπίδεσις] πλείστους σκεπάρνους ἔχουσα with many oblique turns, Id.Art.35. III used, as a sort of pun, of a sheepskin, as if σκέπ-αρνον, Dionys.Trag. 12, cf. Sch.D.T.p.11 H., interpol. in Artem.4.22. [Hom. does not lengthen a short vowel before σκ-, cf. Σκάμανδρος.]
German (Pape)
[Seite 892] τό, 1) ein zweischneidiges Beil der Zimmerleute, eine Holzaxt, bes. zum Behauen u. Glätten der Baumstämme; ἐΰξοος, Od. 5, 237, vgl. 9, 391, wo es neben πέλεκυς genannt ist, welches größer ist; ἀμφίξοον, Leon. Tar. 4 (VI, 205); Luc. Iup. conf. 11. – 2) wegen der Aehnlichkeit, ein chirurgischer Verband, Gal. – Bei Artemid. 4, 24 heißt komisch die Schaafhaut so, von ἄρνα σκέπω. – [Σκ macht bei Hom. keine Position in diesem Worte.]
Greek (Liddell-Scott)
σκέπαρνον: τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. τύπος ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ ξύλον, διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς ἐπίδεσμος ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπαρνον· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ σκάπτω, ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ κόπτω). [Ὁ Ὅμηρος δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, ὥστε ἴσως προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. Σκάμανδρος].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hache à deux tranchants.
Étymologie: R. Σκεπ, creuser ; cf. σκάπτω, pê apparenté à la R. Κοπ, couper.