σύνταγμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is put together in order: 1 body of troops drawn up in order, τὸ σ. τῶν συμμάχων their contingent, X. HG3.4.2, cf. 5.2.20; σ. ἱππέων corps of cavalry, Plb.9.3.9; τὸ σ. τῶν πεζῶν, = Lat. cohors, Id.11.23.1: metaph., τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων the whole army of them, Luc.Tim.58. b double τάξις or battalion, Ascl.Tact.2.8. 2 the constitution of a state, σ. πολιτείας a form of constitution, Isoc.7.28, 12.151; τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Plb. 6.50.2; σ. τῆς πολιτείας τρία three classes or orders of men in the state, D.S.1.74. 3 arrangement of musical notes, scale or mode, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Arist.Pol.1290a22; μουσικῷ σ. CIG2722 (Stratonicea). 4 treatise, work, book, D.S. 1.3, Plu.2.1036c, Gal.15.490, etc.; body of doctrine, Plu.Num.22 (pl.). 5 = σύνταξις 11.3, Aeschin.3.95,97. 6 = σύνταξις 11.2, μάχαι αἱ κατὰ σ. battles by arrangement, i.e. matches, Ephor. 149J. 7 a word in a grammatical construction, syntactical element, A.D.Adv.122.17.
German (Pape)
[Seite 1032] τό, das Zusammengeordnete, -gestellte; bes. – a) ἱππέων, ὁπλιτῶν, geordnete Abtheilungen von Reitern, von Schwerbewaffneten, Pol. 9, 3, 9. 11, 23, 1 u. öfter; vgl. Xen. Hell. 3, 4, 2; u. ohne bes. Zusatz, ein geordnetes Heer, eine in Schlachtordnung gestellte Heerschaar, D. Sic. 15, 86, s. Schaef. D. Hal. C. V. p. 250; vgl. Aesch. 3, 95 mit σύνταξις. – b) Staatseinrichtung, Staatsverfassung, τῆς πολιτείας, Isocr. 7, 28; Pol. 6, 50, 2, mit κατάστημα vrbdn. – c) eine Sammlung mehrerer zusammengestellter Schriften von. verwandtem Inhalt, u. übh. ein Schriftwerk, Buch, bes. insofern es ein Werk gelehrtes Sammlerfleißes ist.
Greek (Liddell-Scott)
σύνταγμα: τό, τὸ ὁμοῦ συντεταγμένον, εἰς τάξιν τεθειμένον: 1) σῶμα στρατιωτῶν, ἐν τάξει παρατεταγμένων, τὸ σ. τῶν συμμάχων, ἡ παρατεταγμένη δύναμις αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, πρβλ. 5. 2, 20, Ἀγησ. 1, 7· σ. ἱππέων, σῶμα ἢ ἴλη ἱππέων, Πολύβ. 9. 3, 9· τὸ σ. τῶν πεζῶν, τὸ παρὰ Ρωμαίοις cohors, ὁ αὐτ. 11. 23, 1· ― μάχαι αἱ κατὰ τὸ σ., τακτικαί, ἐκ παρατάξεως μάχαι, Ἔφορ. παρὰ Στράβ. 480· ― μεταφ., σ. τῶν οἰμωξομένων, ὁλόκληρος στρατιὰ αὐτῶν, Λουκ. Τίμ. 58. 2) τὸ σύνταγμα πολιτείας τινός, σ. πολιτείας, εἶδος πολιτεύματος, Ἰσοκρ. 145Β, 264C· τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Πολύβ. 6. 50, 2· σ. τῆς πολιτείας τρία, τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων ἐν τῇ πολιτείᾳ, Διόδ. 1. 74. 3) ἐν τῇ μουσικῇ, ἦχος, ἁρμονία, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 7· μουσικῷ σ. Συλλ. Ἐπιγραφ 2722, πρβλ. ἁρμονία IV. 3. 4) σύγγραμμα, βιβλίον, Διόδ. 1. 3, Πλούτ. 2. 1036C, κτλ.· ― διδασκαλία, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 22. 5) = σύνταξις ΙΙ. 3, Αἰσχίν. 67. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. en parl. de pers.
1 corps de troupes, contingent;
2 troupe d’hommes en gén.
II. en parl. de choses;
1 composition, ouvrage ; doctrine;
2 constitution politique;
3 contribution, taxe.
Étymologie: συντάσσω.