ἐκφεύγω
English (LSJ)
fut.
A -ξομαι Ar.V.157, Pl.Smp.189b, and -ξοῦμαι Id.R. 432d:—flee out or away, escape: abs., ἐκφυγέειν μεμαώς Od.19.231, cf. A.Pers.510, etc.; φεύγων ἐκφεύγειν Hdt.5.95. b of persons accused, to be acquitted, Ar.V.157. 2 c. gen., escape out of, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε Od.23.236; νούσου Epigr.Gr.1041.9; of things, βέλος ἔκφυγε χειρός Il.5.18: with Prep., ματρὸς ἐκ κόλπων APl.4.182 (Leon.). 3 c. acc., escape, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Il.11.362; κῆρας Od.4.512; κακότητα 5.414; θανάτοιο τέλος Archil.6; νοῦσον Hdt.1.25; Σκύθας Id.6.40; τὴν πεπρωμένην A.Pr.518; τὰν θεῶν νέμεσιν S.Ph.518 (lyr.), etc. b simply, to have escaped, to be beyond, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδιὰς ἔτη Pl.Plt.268e. c of things, ἐκπεφεύγασιν γάμοι με E.Hel.1622; ἐκφύγοι τὰ πράγματ' αὐτόν D.18.33, cf. 19.123; ἐ. τὰς αἰσθήσεις escape one's sense, Arist.Fr.208; also, escape one's lips, Pl.Ly.213d: abs., ἐκφεύγει τἀμελούμενον S.OT111, cf. Arist.Metaph.1090b21. d ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι places free from snow, Plb.3.55.7. e Astron., of stars, emerge from the Sun's rays, become visible, Autol.1.9, Gem.13.9, etc. f pass over, omit, Apollon.Cit.1. 4 c. inf. (with or without Art.), Pl.Sph. 235b; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ εἶναι . . Id.Phdr.277e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι Id.Prm.147a; ἐ. τὸ ἀποθανεῖν Id.Ap.39a; μικρὸν ἐξέφυγε μὴ καταπετρωθῆναι X.An.1.3.2; ἐκφεύξεται τὰ δύο will not admit of duality, Plot.3.8.9.
German (Pape)
[Seite 785] (s. φεύγω), herausfliehen, wegfliehen; absolut, Od. 19, 231; Aesch. Pers. 502; Soph. Ai. 449; Plat. Conv. 189 b; ἀφ' ὑμῶν Soph. El. 383; – τινός, wenn der Ort bezeichnet wird, z. B. πολιῆς ἁλός, entkommen aus dem Meere, Od. 23, 236; βέλος ἔκφυγε χειρός Il. 11, 380; τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι, dem Gesteinigtwerden, Xen. An. 1, 3, 2, ein ms. hat τό, vgl. Andoc. 2, 9 τό γε δυστυχέστατος εἶναι ἀνθρώπων οὐδαμῇ ἐκφεύγω, s. unten; – ματρὸς ἐκ κόλπων Leon. Tar. 41 (Plan. 182); – gew. τί, aus einer drohenden Gefahr entrinnen; θάνατον Il. 11, 362; Pind. Ol. 11, 44; Her. 6, 104; κῆρα, κακότητα, Od. 4, 512. 5, 414; νοῦσον Her. 1, 25; Σκύθας 6, 40; τὴν πεπρωμένην Aesch. Prom. 516, vgl. Plat. Gorg. 512 e, seinem Schicksale entgehen; αἵαατος δίκην Aesch. Eum. 722; πάθος Soph. O. R. 840; τὰν ἐκ θεῶν νέμεσιν Phil. 514; τοὺς ἑτέρους Plat. Theaet. 181 a; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι Plat. Phaedr. 277 e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι ἀλλήλων Parmen. 147 a. Vgl. Soph. 235 d. – Von Verklagten, freigesprochen werden, Ar. Vesp. 157 u. A.; – τόποι τὴν χιόνα ἐκφεύγοντες, wo kein Schnee liegt, Pol. 3, 55, 7; – ἐκφεύγει τι ἐμέ, es entgeht mir Etwas, Dem. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφεύγω: μέλλ. -ξομαι καὶ ξοῦμαι: ‒ φεύγω ἔξω ἢ μακράν, διαφεύγω, ἀπολ., ἐκφυγέειν μεμαὼς Ὀδ. Τ. 231, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 510, κτλ.· ‒ ἰδίως ἐπὶ κατηγορουμένου, ἀθῳοῦμαι, Ἀριστοφ. Σφ. 157· φεύγων ἐκφεύγει Ἡρόδ. 5. 95. 2) μετὰ γεν., διαφεύγω ἔκ τινος, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἠπειρόνδε Ὀδ. Ψ. 236· Κλέαρχος δὲ τότε μὲν μικρὸν ἐξέφυγε (τὸ) μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· ὡσαύτως ἐπὶ βέλους, βέλος ἔκφυγε χειρὸς Ἰλ. Λ. 380. 3) μετ᾿ αἰτ., διαφεύγω, «γλυτώνω» ὡς τὸ Λατ. fugio, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Ἰλ. Λ. 362· ἔκφυγε κῆρας Ὀδ. Δ. 512· ἐκφυγέειν κακότητα Ε. 414· νοῦσον Ἡρόδ. 1. 25· Σκύθας 6. 40· τὴν πεπρωμένην Αἰσχύλ. Πρ. 510· τὰν θεῶν νέμεσιν Σοφ. Φ. 517, κτλ. β) ἁπλῶς ἔχω ἐκφύγει, εἶμαι πέραν (τῶν ὁρίων) τινός, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδίας ἔτη Πλάτ. Πολιτ. 268Ε. γ) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκφεύγει μέ τι, μὲ διαφεύγει τι, Σοφ. Ο. Τ. 111, Εὐρ. Ἑλ. 1622· ἐκφύγοι τὰ πράγματ᾿ αὐτὸν Δημ. 236. 22, πρβλ. 378. 29· ἐκφ. τὰς αἰσθήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13, 3, 9. δ) ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι, δηλ. ἐν οἷς χιὼν δὲν πίπτει, Πολύβ. 3. 55, 7. 4) μετ᾿ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ εἶναι... Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε, πρβλ. Παρμ. 147Α, Σοφ. 235D· ἐκφ. τὸ ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Α.
French (Bailly abrégé)
1 fuir hors de, s’enfuir : ἁλός OD s’échapper de la mer ; en parl. d’un trait ἐκφ. χειρός IL s’échapper ou tomber de la main ; ἀπό τινος SOPH fuir loin de qqn;
2 échapper à, acc. : κῆρας OD échapper aux génies de la mort ; ἐκφ. τὴν πεπρωμένην ESCHL, τὰν θεῶν νέμεσιν SOPH, νοῦσον HDT échapper à sa destinée, à la vengeance des dieux, à une maladie ; ἐκφεύγει με τοῦτο SOPH cela m’échappe.
Étymologie: ἐκ, φεύγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἐξέφυγον, ἔκφυγε: flce or fly from, escape from, escape; w. gen., ἁλός, ἔνθεν, ψ 23, Od. 12.212, or transitively w. acc., ὁρμήν, κῆρας, γάμον, Il. 9.355, δ , Od. 19.157; freq. of the weapon flying from the hand of him who hurls it, Il. 5.18, etc.