ἐνιαύσιος

Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

α, ον, Hdt.4.180, E.Hipp.37, X.Ages.2.1, SIG167 (Mylasa, iv B.C.), etc.; also ος, ον Th.4.117, 5.1, Arist.Mu.400b21 (v.l.): (ἐνιαυτός):—

   A of a year, one year old, σῦς Od.16.454, cf. D.27.63, etc.; τίκτει ἡ θήλεια [ὗς] ἐ. Arist.HA545a29.    II annual, Hom.Epigr.15.11; ὁρτή Hdt.4.180, etc.; τῇ τρίτῃ ἐπὶ τοῖς ἐνιαυσίοις IG12(5).593B5 (Ceos, v B.C.): neut. pl. as Adv., Hes.Op.449. Regul.Adv. -ίως Sch.Arat.462, PLond.1.113(4).11 (vi A.D.).    III lasting a year, Hp.Aph.6.45; ἐ. φυγή a year's exile, E.Hipp.37; χρόνος Id.Hel.775 (dub.); ἐκεχειρία Th.4.117, 5.15; ὁδός X.l.c.; κἀνιαύσιος βεβώς gone, absent for a year, S.Tr.165.

German (Pape)

[Seite 844] auch zwei Endgn, Eur. Hipp. 37, d. l., Thuc. u. Sp., wie Luc., (ἐνιαυτός), jährig, ein Jahr alt; σῦς Od. 16, 454; Dem. 27, 63; χρόνος Plat. Tim. Locr. 96 e; δίαιτα οὐκ ἐλάττων ἐνιαυσίας Legg. VI, 779 d; – jährlich, Hes. O. 447; ὁρτή Her. 4, 180; – ein Jahr lang dauernd, σπονδαὶ ἐνιαύσιοι Thuc. 5, 15; ἐκεχειρία 4, 117; ἐνιαυσίαν ὁδὸν ποιεῖσθαι Xen. Ag. 2, 1; κἀνιαύσιος βεβώς, seit einem Jahre, Soph. Tr. 164.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαύσιος: -α, -ον, Ἡρόδ. 4. 180, Εὐρ. Ἱππ. 37, Ξεν. Ἀγησ. 2, 1, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 4. 117., 5. 1: (ἐνιαυτοός)· ἑνὸς ἔτους (ἡλικίας) σῦς, Ὀδ. Π. 454, Δημ. 833. 17, κτλ. ΙΙ. ἐτήσιος, κατ’ ἔτος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Ὁμήρου Ἐπιγράμμ. 15. 11· ὁρτὴ Ἡρόδ. 4. 180· ἴδε τὴν λέξιν διαδοχή: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. - Ἐπίρρ. ἐνιαυσίως, ἐτησίως, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. σ. 52. ΙΙΙ. ἐπὶ ἓν ἔτος, διαρκῶν ἓν ἔτος, Ἱππ. Ἀφορ. 1258· ἑνὸς ἔτους ἐξορία, ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγὴν Εὐρ. Ἱππ. 37· χρόνος ὁ αὐτ. Ἑλ. 775· ἐκεχειρία, σπονδαί, κτλ., Θουκ. 4. 117., 5. 15· ὁδὸς Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς τρίμηνον ἡνίκα χώρας ἀπείη κἀνιαύσιος βεβώς, ἡνίκα χώρας ἀπείη βεβὼς τρίμηνον χρόνον κἀνιαύσιον, δηλ. ὅταν παρέλθῃ ἓν ἔτος καὶ τρεῖς μῆνες μετὰ τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν, Σοφ. Τρ. 165 (ἔνθα ὁ Brunck. ἐπηνώρθωσε: κἀνιαύσιον, ἐνν. χρόνον). Ι. ὡς οὐσ. τὰ ἐνιαύσια, προσευχαὶ γινόμεναι ἐπὶ τοῦ τάφου ἀποθανόντος ἓν ἔτος μετὰ τὴν ταφὴν αὐτοῦ, Διατ. Ἀποσπ. 8. 42.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 âgé d’un an;
2 qui a duré ou dure un an;
3 qui revient chaque année, annuel.
Étymologie: ἐνιαυτός.

English (Autenrieth)

yearling, Od. 16.454†.