ἠμύω
English (LSJ)
aor. ἤμυσα (v. infr.): pf. part. ἠμυκώς Sch.Nic.Th.626; cf. ὑπ-εμνήμυκε:—Ep. Verb,
A bow down, sink, Hom., only in Il., ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἤμυσε καρήατι, of a horse, 19.405; of a corn-field, ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν 2.148: metaph., of cities, totter, fall, τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος ib.373; rare in Trag., χρόνῳ δ' . . ἤμυσε στέγος S.Fr.864; later, simply, fall, perish, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου AP7.715 (Leon.). II trans., cause to fall, ruin, πόλιν Musae.Fr.22. (In Hom. ῠ in pres., ῡ in aor. 1; but ῡ in pres. κατ-ημύουσιν A.R.3.1400, cf. Opp.H.1.228, Nic.Al.453; ῠ in aor., AP9.262 (Phil.), but ῡ ib.7.715 (v. supr.); cf. ἀμύω, ἐπημύω.)
German (Pape)
[Seite 1171] (vgl. μύω, ἀμύω), sinken, sich neigen; ἤμυσε κάρη, das Haupt senkte sich, vom Sterbenden, Il. 8, 308; ἤμυσε καρήατι, das Pferd nickte mit dem Kopfe, ließ den Kopf sinken, 19, 405; übertr. vom Saatfelde, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, es nickt mit den Aehren, 2, 148, wo Andere ἐπημύω transit. faßten, vom Sturme; von Städten, zusammenstürzen, hinsinken, Il. 2, 373. 4, 290; vgl. Soph. frg. 742 χρόνῳ δ' ἀργῆσαν ἤμυσε στέγος; häufiger bei sp. D., ἤμυσαν καρήασι Ap. Rh. 2, 582; πέτρα Opp. H. 2, 307; übh. untergehen, οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Leon. Tar. 100 (VII, 715); λειπόμενοι δ' ἤμυσαν ἐν πελάγει Philip. 66 (IX, 262), in welcher Stelle υ im aor. kurz ist, wie umgekehrt Nic. Al. 453 im praes. ἠμύουσι das sonst kurze υ lang braucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμύω: ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε ὑπεμνήμυκε, πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. ῥῆμα (ἀβεβαίου ἀρχῆς), κλίνω, «γέρνω», πίπτω, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 οὕτως ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς στάχυς (ἴδε ἐπημύω), Β. 148· ἐπὶ πόλεων, κλινω πρὸς πτῶσιν, καταπίπτω, τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε στέγος Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς πίπτω, καταστρέφομαι, οὔνομα δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262.
French (Bailly abrégé)
f. ἠμύσω, ao. ἤμυσα, pf. ἤμυκα;
se pencher, se baisser : ἤμυσε κάρη IL sa tête se pencha ; ἠμύειν καρήατι IL pencher la tête ; ἀσταχύεσσιν IL incliner ses épis en parl. d’un champ ; fig. pencher vers sa ruine.
Étymologie: DELG t. expressif, sans étym.
English (Autenrieth)
aor. ἤμυσα: nod, bow, droop; with κάρη or καρήατι, Θ 3, Il. 19.405; of a field of grain, ἐπί (adv.) τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, ‘nods its heads to the breeze,’ Il. 2.148; fig. of cities, ‘sink to earth,’ Il. 2.373, Il. 4.290.