χάρμη

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

(A), ἡ, prop.

   A joy of battle, lust of battle, χάρμῃ γηθόσυνοι τήν σφιν θεὸς ἔμβαλε θυμῷ Il.13.82; once in Od., μνησώμεθα χάρμης 22.73, cf. Il.4.222, 8.252, al.; opp. λήθετο χάρμης 12.203,393, etc.: pl., δύο χάρμαι two battle-joys, i.e. victories, Pi.O.9.86; successes, opp. κακά, Ps.-Phoc.118: but,    II battle, προκαλέσσατο χάρμῃ Il.7.218; ἔλθοι τεθνηώς, καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης 17.161; εἰδότε χάρμης 5.608; μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις 4.509; παῦσαί τινα χάρμης 12.389; ἐρωήσουσι δὲ χάρμης 14.101.
χάρμη (B), ἡ,

   A = ἐπιδορατίς, Stesich.94, Ibyc.62, Pi.Dith.3.13. (Cf. Polish grot 'arrow-point', Welsh garth 'promontory', Gr. χαρία, χοιράς.)
χάρμη (C), ἡ, or χάρμης, ὁ, name of an antidote sold by one Χάρμης, Damocr. ap. Gal.14.126 (found in acc. sg. χάρμην).

German (Pape)

[Seite 1339] ἡ, Schlacht, Kampf, Streit, Hom. oft, μνήσαντο δὲ χάρμης Il. 4, 222. 8, 252, μνησώμεθα χάρμης Il. 19, 148 Od. 22, 73, δύο φῶτε εἰδότε χάρμης Iliad. 5, 608, οὔ πω λήθετο χάρμης Il. 12, 203, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις 4, 509, ἐπεὶ προκαλέσσατο χάρμῃ 7, 218. – Iliad. 13, 82 χάρμῃ γηθόσυνοι, τήν σφιν θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ ἐπί, ἵν' ᾖ ἐπὶ χάρμῃ. Es scheint, als habe das Wort hier die Bedeutung »Kampfesmuth«, »Schlachtenfreude«. – Sp. Ep. – Bei Pind. Ol. 9, 02 ist das Wort = χάρμα gebraucht; Pseudo-Phocyl. 110. – Nach Schol. Pind. a. a. O. brauchten Ibyc. u. Stesichor. es für ἐπιδορατίς. – Wenn man das Wort von χαίρω herleiten will, so ist »Schlachtenfreude«, »Schlachtjubel« Grundbedeutung. Man vergl. die Wörter ἱππιοχάρμης, μενεχάρμης, μενέχαρμος, σιδηροχάρμης, χαλκοχάρμης und s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 180, auch die sämmtlichen Scholien zu Iliad. 13, 82 mit Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152.

Greek (Liddell-Scott)

χάρμη: ἡ, κυρίως, ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ σφόδρα ἐπιθυμία πρὸς μάχην, χάρμῃ γηθόσυνοι τήν σφιν ἔμβαλε θυμῷ Ἰλ. Ν. 82· μνήσασθαι χάρμης Ὀδ. Χ. 73 (τὸ μόνον ἐν τῇ Ὀδ. παράδειγμα), Ἰλ. Δ. 222., Θ. 252, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ λήθεσθαι χάρμης Μ. 203, 393, κλπ.· παῦσαί τινα χάρμης αὐτόθι 389 οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο χάρμαι, δύο χαραὶ μάχης, δηλ. δύο νῖκαι, Πινδ. Ο. 9. 129· ἐπιτυχίαι, εὐτυχίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακά, Ψευδοφωκυλ. 110· ἀλλά, ΙΙ. ταχέως μετέβη εἰς τὴν σημασίαν μόνον τῆς, προκαλέσσατο χάρμῃ Ἰλ. Η. 218· ἔλθοι τεθνειώς, καί μιν ἐρυσαίμεθα χάρμης Ρ. 161· εἰδότε χάρμης Ε. 608· μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις Δ. 509· ἐρωήσουσι δὲ χάρμης Ξ. 101. (Ἡ ῥίζα τοῦ χάρμη θὰ εἶναι βεβαίως τὸ ῥῆμα χαίρω, ὅθεν ἡ χαρὰ τῆς μάχης, ἡ ἀγρία χαρὰ ἣν οἱ μαχόμενοι αἰσθάνονται, ὅρα τὰ σύνθετα ἱππιοχάρμης καὶ ἱπποχάρμης, μενεχάρμης καὶ μενέχαρμος, σιδηροχάρμης, χαλκοχάρμης· ὁ Schneider ποιεῖται μνείαν περιέργου τινὸς ἑρμηνείας παρ’ Ἡσυχ., χαρά· ὀργὴ ἢ ὀργίλος.) ΙΙΙ. = ἐπιδορατίς, Στησίχορ. 92, Ἴβυκ. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
joie ; particul. joie de combattre, ardeur belliqueuse ; combat, bataille.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d’où réjouir ; v. χαίρω.

English (Autenrieth)

(cf. χαίρω): joy of battle, desire for the fray, eagerness for combat.