σφός
English (LSJ)
σφή, σφόν,
A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.). 2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75. II = σός, Orph.L.168. 2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.). 3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)
Greek (Liddell-Scott)
σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
leur, c. σφέτερος.
Étymologie: th. σφε- > σφέτερος.
English (Autenrieth)
(σφεῖς): their; always referring to a pl. subst., Od. 2.237, Il. 18.231.