λαῖλαψ

Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ᾰπος, ἡ,

   A furious storm, hurricane, βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375; κελαινῇ λ. ἶσος 11.747; ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ 17.57; Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων 11.306; Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λ. θύων Od. 12.408, cf. 426; ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365; ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον . . λ. θεσπεσίῃ Od.12.314, cf. 9.68; ὡς δ' ὑπὸ λαίλαπι . . βέβριθε χθών Il.16.384, cf. Semon.1.15; Νότου λαίλαπι Anacr.113; λαίλαπι χειμωνοτύπῳ A.Supp.33 (anap.), cf. LXX Jb.21.18, Plb.30.11.6; acc. to Arist.Mu.395a7, a whirlwind sweeping upwards: metaph., ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων AP7.147 (Arch.).—Not found in early Prose, but common later, cf. λ. ἀνέμου Ev.Marc.4.37, Plu.Tim.28; spelt λαῖλαμψ Sammelb.4324.15:—a form λαιλαπετός, ὁ, occurs in Sch. A Il.11.495, Hsch.

German (Pape)

[Seite 6] απος, ἡ, Sturmwind mit Regen od. dickem Gewölk, der Alles in Finsterniß einhüllt; νέφος φαίνετ' ἰὸν κατὰ πόντον, ἄγει δέ τε λαίλαπα πολλήν, Il. 4, 278 u. öfter; νηυσὶ δ' ἐπῶρσ' ἄνεμον βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς λαίλαπι θεσπεσίῃ, Od. 9, 68; ἐλθὼν ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ 17, 57; auch im Vergleich, ἐπ' ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι, Il. 12, 375; λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, Aesch. Suppl. 34, u. sp. D., χειμερίοις ἀνέμοις ἢ λαίλαπι πόντου, Arat. Phaen. 760. Auch in Prosa, πάντα εἰκῆ καὶ φύρδην ἐπράττετο καθαπερεὶ λαίλαπός τινος ἐκπεπτωκυίας εἰς αὐτούς, Pol. 30, 14, 6; N. T. Nach Arist. mund. 4, 15 ein von unten nach oben streichender Wirbelwind.

Greek (Liddell-Scott)

λαῖλαψ: απος, ἡ, (πιθ. κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τοῦ λα-, λαι- ἐπιτατικοῦ)· βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· κελαινῇ λ. ἶσος Λ. 747· ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ Ρ. 57· Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων Λ. 306· Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων Ὀδ. Μ. 408, πρβλ. 426. λαίλαπα τείνει Ζεὺς Ἰλ. Π. 365· ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον... λ. θεσπεσίῃ Ὀδ. Μ. 314, πρβλ. Ι. 68· ὡς δ’ ὑπὸ λαίλαπι... βέβριθε χθὼν Ἰλ. Π. 384, πρβλ. Σιμων. Ἀμοργ. 1. 15· Νότου λαίλαπι Ἀνακρ. 113· λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 34· - κατὰ τὸν Ἀριστ. Κόσμ. 4. 16, εἶναι ἀνεμοστρόβιλος παρασύρων πρὸς τὰ ἄνω, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΑ΄, 18), Πολύβ. 30. 14, 6· - μεταφ., ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων Ἀνθ. Π. 7. 147. Δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ. Τύπος τις λαιλαπετός, ὁ, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Λ. 495, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 364-366.

French (Bailly abrégé)

λαίλαπος (ἡ) :
tourbillon de vent avec pluie, bourrasque, ouragan, tempête.
Étymologie: R. Λαπ par développement de la R. Λα, engloutir, absorber, dévorer, d’où détruire, avec redoubl.

English (Autenrieth)

απος: tempest of wind and rain, hurricane.

English (Slater)

λαῑλαψ
   1storm φέρει λαιλ [α fr. 1a.