ἀστήρ

Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, gen. έρος: dat. pl.

   A ἀστράσι Il.22.28,317 (Aristarch.; ἄστρασι Sch.Ven., Choerob.):—star (v. ἄστρον), ἀστέρ' ὀπωρινῷ Il. 5.5; οὔλιος ἀ. 11.62; Σείριος ἀ. Hes.Op.417; ἀ. Ἀρκτοῦρος the chief star in the constellation, ib.565, etc.; shooting star or meteor, Il.4.75; οἱ διατρέχοντες ἀ. Ar.Pax838; ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας Pl.R. 621b, cf. Arist.Mete.341a33, Plu.Agis11.    2 flame, light, fire, E.Hel.1131 (lyr.).    3 ἀστὴρ πέτρινος meteoric stone, Placit.2.13.9.    II metaph. of illustrious persons, etc., φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας E.Hipp.1122 (lyr.); Μουσάων ἀστέρα καὶ Χαρίτων AP7.1.8 (Alc. Mess.)    III star-fish, Hp.Nat.Mul.32, Arist.HA548a7, PA681b9, etc.    IV name of a bird, perh. goldfinch, Dionys.Av.3.2.    V blue daisy, Aster Amellus, Nic.Fr.74.66, Dsc.4.119.    VI Samian clay used as sealing-wax, and in Medicine, Thphr.Lap.63, Dsc.5.153, Gal.12.178, al.    VII architectural ornament, IG4.1484.83 (Epid.), SIG241B111 (Delph., iv B. C.).    VIII bandage, Gal.18 (1).823.    2 name of various remedies, Id.12.761, al.    IX birthmark in form of star, Carcin. ap. Arist.Po.1454b22: in Palmistry, a mark on the hand, τῷ ύ στοιχείῳ παραπλήσιον Cat.Cod.Astr.7.238.28. (Cf. Skt. stár- `star', Lat. stella (from stēr-la), Goth. stairnō.)

German (Pape)

[Seite 376] έρος, ὁ, 1) Stern, überall; Hom. Iliad. 6, 295. 401. 11, 62. 19, 381. 22, 26. 318 Od. 13, 93. 15, 108; Iliad. 5, 5 ἀστέρ' ὀπωρινῷ; dat. ἀστράσι Iliad. 22, 28. 317, auch ἄστρασι betont, s. Scholl. Herodian. 22, 28, vgl. Wolf Anal. II p. 470 Lob. Paralip. 175; Iliad. 4, 75 ist ἀστήρ eine feurige Lufterscheinung, ein Meteor (vgl. δοκίτης); Ar. Ach. 1005 die Sonne. – 2) wie bei uns übertr., von allem Hervorstrahlenden, wie schon Hom. Ἑκτορίδην ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ Il. 6, 401; bes. bei Sp. Von der Aehnlichkeit heißen so noch a) eine Pflanze, Theophr. – b) eine Molluskenart, Meerstern, Arist. – c) ein Singvogel, Opp. Ix. 3, 2. – d) samische Siegelerde, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστήρ: ὁ, γεν. -έρος, δοτ. Πλ. ἀστράσι Ἰλ. Χ. 28. 317: - ἀστὴρ εἷς καὶ μόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄστρον (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπὶ τοῦ ἀστέρος τοῦ λεγομένου κυνός, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ Ἰλ. Ε. 5˙ οὔλιος ἀ. Λ. 62˙ οὕτω Σείριος ἀ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 415˙ ὡσαύτως, ἀ. Ἀρκτοῦρος, ὁ κύριος ἀστὴρ ἐν τῷ ἀστερισμῷ, αὐτόθι 563. κτλ.: - διάττων ἀστὴρ ἢ μετέωρον, Ἰλ. Δ. 75, Πλάτ. Πολ. 621Β οἱ διατρέχοντες ἀστέρες Ἀριστοφ. Εἰρ. 838˙ ᾄττοντας ὥσπερ ἀστέρας Πλάτ. Πολ. 621Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 33. 2) φλόξ, φῶς, πῦρ, Εὐρ. Ἑλ. 1131. 3) ἀστήρ πέτρινος, ἀερόλιθος, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53. ΙΙ. μεταφ. , ὡς τὸ ἄστρον, ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, κτλ.˙ ἀστήρ Μουσῶν, Ἀθήνης Valk. Ἱππ. 1122. ΙΙΙ. μαλάκιόν τι θαλασσινόν, κοινῶς «σταυρός», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 20, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 50. IV. εἶδος ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2. V. φυτόν τι, πιθ. τὸ Aster Atticus ἤ τὸ ἐν Ζακύνθῳ καρφόχορτον λεγόμενον, ἴδε Sibthorp., Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Φυτ. 2. 3, 2, Διοσκ. 4. 120. VI. Σαμία γῆ χρησιμεύουσα ὅπου νῦν ὁ σφραγιδόκηρος, Θεοφρ. π. Λίθ. 63. (Πρβλ. ἄστρον, ὡσαύτως τέρας, τεῖρος (signum)Σανσκρ. staras, târâ Λατ. astrum, stella (ὅ ἐ. ster-ula). - Γοτθ. stairnô, Παλαιο-Σκανδιν. stjarna, Ἀγγλοσαξ. steorra (star ἀστὴρ) Παλ. Ὑψ. Γερμ. sterro (Γερμ. stern). Ἐπειδὴ δὲ τὸ α ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν πλὴν τῆς Ἑλλην. καὶ τῆς Λατ. astrum, εἶναι πιθανῶς εὐφων. καὶ ἡ ῥίζα πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τῷ Σανσκρ. STAR (sternere στρώννυμι). - καθ’ ὅσον οἱ ἀστέρες εἶναι κατεστρωμένοι ἐν τῷ οὐρανῷ.).

French (Bailly abrégé)

έρος (ὁ) :
dat. pl. ἀστράσι;
étoile ; p. ext.
1 étoile filante, météore;
2 sorte de pierre précieuse.
Étymologie: ἀ prosth, R. Σταρ ; cf. lat. stella p. *sterula, et astrum.

English (Autenrieth)

έρος, dat. pl. ἀστράσι: star; ἀστὴρ ὀπωρῖνός, the dog-star, Sirius, Il. 5.5; of a ‘shooting-star,’ Il. 4.75.

English (Slater)

ἀστήρ
   1 star ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.75) ὁ μὰν πλοῦτος, ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)