Ἀρκτοῦρος
English (LSJ)
ὁ, (οὖρος
A guard) Arcturus (Bearward), a bright star in the Boötes constellation. (v. ἄρκτος 1.2), Hes.Op.566,610, Anaxag.20, etc.
II the time of Arcturus' heliacal rising, i.e. the middle of September, Hp.Aër.10, S.OT1137; τὴν ὥραν τὴν τοῦ τρυγᾶν Ἀρκτούρῳ σύνδρομον Pl.Lg.844e (cf. Τρυγητής) Ἀρκτούρου ἐπιτολαί Th.2.78, etc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [gen. -οιο Arat.405, A.R.2.1099]
Arcturo o Arturo
I mit.
1 antiguo n. de Fasis, dios-río de la Cólquide, Plu.Fluu.5.1.
2 padre de Quíona, Plu.Fluu.5.3.
II astr. estrella de la constelación del Boyero, frente a la Osa Mayor, que aparece a mediados de Septiembre y marca el equinocio de otoño, Hes.Op.566, 610, S.OT 1137, Th.2.78, D.35.10, Pl.Lg.844e, Arist.HA 599b11, Thphr.HP 5.1.2, CP 3.4.1, Arat.95, l.c., A.R.l.c., AP 7.495 (Alc.Mess.), Plu.Dio 25, 2.832a, Poll.1.62, Hsch.
III bot. énula, ínula, ínula heterolepis Boiss., Dsc.4.105, Plin.HN 27.33, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Arctouros :
1 litt. gardien de l'Ourse, étoile dans la constellation du Bouvier, en face de la Grande-Ourse;
2 temps où cette étoile est visible, milieu de septembre.
Étymologie: ἄρκτος, οὖρος.
Russian (Dvoretsky)
Ἀρκτοῦρος: ου и Ἀρκτοφύλαξ, ακος ὁ Арктур, «Страж Большой Медведицы» (звезда в созвездии Волопаса) Hes., Thuc., Plat., Plut.: ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Soph. от весны до (восхода) Арктура, т. е. до середины сентября.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρκτοῦρος: ὁ (οὖρος, φύλαξ), ὁ τὴν Ἄρκτον φυλάττων (ἴδε ἄρκτος Ι. 2), Ἡσ. Ἔργ, κ. Ἡμ. 564, 608. ΙΙ. ὁ χρόνος τῆς ἐπιτολῆς αὐτοῦ, περὶ τὰ μέσα Σεπτεμβρίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· ἡ ὥρα τοῦ ἔτους, καθ’ ἣν τὰ κτήνη κατελίμπανον τὰς ὀρεινὰς νομάς, ὡς οὔσας θυελλώδεις, Plaut. Rud. prol. 69, κἑξ., Σοφ. Ο. Τ. 1137· ὁ καιρὸς τοῦ τρυγητοῦ, Πλάτ. Νόμ. 844Ε· Ἀρκτούρου ἐπιτολαὶ Θουκ. 2. 78, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α Ἀρκτοῦρος)
αστέρι που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Άρκτο
αρχ.
ο χρόνος εμφάνισης αυτού του αστέρα, δηλ. τα μέσα Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + -ορος < όρος «επόπτης, επιτηρητής» (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω, άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα του ρ. ορώ (-άω). Ο όρος πέρασε και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατ. Arcturus)].
Greek Monotonic
Ἀρκτοῦρος: ὁ (οὖρος, φύλακας)·
I. Αρκτούρος (βλ. ἄρκτος II), σε Ησίοδ.
II. χρόνος όπου επιτέλλει, μέσα του Σεπτέμβρη, σε Σοφ.
Middle Liddell
οὖρος, guard]
I. arcturus (v. ἄρκτος II), Hes.
II. the time of his rising, the middle of September, Soph.