τεῖρος

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

German (Pape)

[Seite 1080] εος, τό, ep. Form von τέρας, gebr. nur im plur. τείρεα, die Himmelszeichen, Gestirne, Il. 18, 485; ἐνὶ τείρεσιν αἰθέρος, H. h. 7, 7; sp. D., wie Antp. Th. 15 (IX, 541).

Russian (Dvoretsky)

τεῖρος: τό sing. к τείρεα.

Greek (Liddell-Scott)

τεῖρος: -εος, τό, Ἐπικ. τύπος τοῦ τέρας, εὕρηται μόνον ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐν οὐρανῷ ἀστερισμοί, σημεῖα, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται, «τὰ ἄστρα· παρὰ τὸ τερατώδη καὶ σημειώδη ταῦτα εἶναι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 485· πυραυγέα κύκλον ἑλίσσων (Ἆρες) αἰθέρος ἑπταπόροις ἐνὶ τείρεσιν Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· τείρεσσιν ἐν ἀθανάτοισι Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1362, Ἄρατ. 692. (Ἴδε τὴν λ. ἀστὴρ ἐν τέλ.)

English (Autenrieth)

εος (cf. τέρας, ἀστήρ): pl., constellations, Il. 18.485†.

Greek Monotonic

τεῖρος: -εος, τό, Επικ. τύπος του τέρας, βρίσκεται μόνο στον πληθ., αστερισμοί στον ουρανό, ουράνια σημάδια, μόνο μια φορά στον Όμηρ.· τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνὶ τείρεσιν αἰθέρος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

[epic form for τέρας
the heavenly constellations, signs, only once in hom., τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται Il.; ἐνὶ τείρεσιν αἰθέρος Hhymn.