γένυς
English (LSJ)
υος, ἡ, dat.
A γένυι Pi.O.13.85: pl., gen. γενύων P.4.225 (disyll.), A.Th.122 (lyr.): dat. γένυσι S.Ant.121 (lyr.), Ep. γένυσσι Il.11.416, γενύεσσι Nic. (v. infr.): acc. γένυας, contr. γένῡς:—jaw, πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320; ἡ ἄνω γ., ἡ κάτωθεν, Arist.HA492b23, sq.: pl., γένυες both jaws, the mouth with the teeth, Il.23.688, 11. 416, Pi.P.4.225, S.Ant.121: in sg., Thgn.1327, E.Ph.1380, al.: generally, side of the face, cheek, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα E. Supp.1154. II edge of an axe, axe, S.Ph.1205 (lyr.), El.196 (lyr.); of a fishing-hook, Opp.H.3.539; πυράγρης Nic.Al.50 (pl.). (Cf. Skr. hanus, Lat. gena, etc.) [ῡ twice in E., El.1214 (lyr.), Fr. 530.6.]
German (Pape)
[Seite 484] υος, ἡ (vgl. γένειον), der Kinnbacken; Hom. dreimal, plur.: Iliad. 23, 688 χρόμαδος γενύων, von Menschen; 11, 416 θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν, von einem Eber; Odyss. 11, 320 πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέι λάχνῃ, var. lect. γένυν, accus. pl. γένυς statt γένυας, vgl. Scholl. – Bei den Folgden: 1) im singul., der untere Kinnbacken, das Kinn; Eur. Phoen. 63; Xen. Cyn. 5, 10; Aristot. Hist. A. 1, 9, 6 ἔτι σιαγόνες δύο· τούτων τὸ πρόσθιον γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς. Häufig im plur. beide Kinnladen, der Mund mit den Zähnen; öfter Pind. von Pferden; Aesch. Sept. 115 u. Eur. Herc. fur. 384; Arist. de anim. 3, 7 u. Sp.; vgl. noch Eur. Phoen. 1389 ἀγρίαν θήγοντες γένυν. – 2) (vgl. γενηΐς) Schärfe des Beils, Beil, ἀμφήκης Soph. El. 476; vgl. Phil. 1190 u. sp. D.; auch vom Angelhaken, ἀγκίστροιο γ. Opp. H. 3, 539; πυράγρης Nic. Al. 50. [γένυν El. 1214.]
Greek (Liddell-Scott)
γένῠς: -υος, ἡ· δοτ. γένυι Πίνδ. Ο. 13. 121, Εὐρ. Ἴωνι 1427·- πληθ., γεν. γενύων συνῃρ. γενῦν Πίνδ. II. 4. 401, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. Ἐρινύς)· δοτ. γένυσι Σοφ. Ἀντ. 121, Ἐπ. γένυσσι Ἰλ. Λ. 416· αἰτ. γένυας, συνῃρ. γένῡς·- ἡ κάτω σιαγὼν (ἴδε γένειον), Ὀδ. Λ. 320· ἡ ἄνω γ., ἡ κάτωθεν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 10 κ. ἀλλ.· πληθ. γένυες, ἀμφότεραι αἱ σιαγόνες, τὸ στόμα μετὰ τῶν ὀδόντων, Ἰλ. Ψ. 688, Λ. 416, Πίνδ.II. 4. 401, καὶ Τραγ.· καὶ οὕτω καθ’ ἑνικ., Θέογν. 1327, Εὐρ. Φοιν. 1180·- καθόλου, τὸ πλάγιον τῆς κεφαλῆς, παρειά, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα Εὐρ. Ἱκ. 1155. ΙΙ. ἡ ἀκμή, τὸ κοπτερὸν τοῦ πελέκεως, ὁ «δάκνων» πέλεκυς, Σοφ. Φ. 1205, Ἠλ. 197, ἴδε Valck. Diatr. σ. 145·- ἐπὶ ἀγκίστρου, ἁλιευτικοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 539· ἢ ἐπὶ περονίου, Νίκ. Ἀλ. 50. (Πρβλ. γένειον, γνάθος, γναθμός· Σανσκρ. hanus (maxilla)· Λατ. gena· Γοτθ. kinnus, kinn (παρειά)· Ἀγγλο-Σαξ.cyn, κτλ.·- πρβλ. ὡσαύτως gingiva (τὰ οὖλα), Ἰρλανδ. καὶ Οὐαλλ. g ên, Κορν. genau). [ῡ δὶς παρ’ Εὐρ., Ἠλ. 1214, Ἀποσπ. 534. 6].
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 mâchoire (inférieure) ; p. ext. la bouche extérieure, càd les lèvres, le menton et les joues;
2 p. anal. tranchant d’une hache ; hache.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e. désignant la mâchoire.
English (Autenrieth)
υος, acc. pl. γένῦς: under jaw, jaw, of men and animals.
English (Slater)
γένυς (γένυι; -ύων, -ύων, -υσι, -υσσιν coni.) of men, animals,
1 lower part of the face, jaw φάρμακον πραὺ (= χαλινόν) τείνων ἀμφὶ γένυι i. e. the jaw of Pegasos (O. 13.85) φλόγ ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον (γνάθων coni. Boeckh: sc. the oxen of Aietes) (P. 4.225) δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (P. 4.244) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ ἐριπλάγκταν γόον (P. 12.20) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν sc. Πυθέας (N. 5.6) κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Wil.: γένυσιν, γάνυσιν codd.: of Scythians eating horseflesh) fr. 203. 3.
English (Slater)
γένυς (γένυι; -ύων, -ύων, -υσι, -υσσιν coni.) of men, animals,
1 lower part of the face, jaw φάρμακον πραὺ (= χαλινόν) τείνων ἀμφὶ γένυι i. e. the jaw of Pegasos (O. 13.85) φλόγ ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον (γνάθων coni. Boeckh: sc. the oxen of Aietes) (P. 4.225) δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (P. 4.244) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ ἐριπλάγκταν γόον (P. 12.20) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν sc. Πυθέας (N. 5.6) κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Wil.: γένυσιν, γάνυσιν codd.: of Scythians eating horseflesh) fr. 203. 3.