γενηΐς
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
-ΐδος, Att. γενῄς, ῇδος, ἡ, pickaxe, mattock, S.Ant.249.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
• Morfología: [gen. γενῇδος S.Ant.249]
piqueta S.l.c., Hsch.
German (Pape)
[Seite 482] ίδος, ἡ, = γένυς, Schneide des Beils, Beil, gen. zsgzn γενῇδος Soph. Ant. 249.
French (Bailly abrégé)
-ηΐδος ; par contr. att. -ῇδος (ἡ) :
hache ; selon d'autres tranchant de la bêche, bêche.
Étymologie: DELG v. γένυς.
Russian (Dvoretsky)
γενηΐς: ΐδος, стяж. γενῇδος ἡ топор, по друг. мотыга Soph.
Greek (Liddell-Scott)
γενηΐς: -ηΐδος, Ἀττ. γενῄς, ῂδος, ἡ, = γένυς, πέλεκυς, ἀξίνη, Σοφ. Ἀντ. 249.
Greek Monolingual
γενηΐς (-ηΐδος) και γενῇς (ῇδος), η (Α)
σκαπάνη, αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική, σπάνια λ. < γένυς.
Greek Monotonic
γενηΐς: -ηΐδος, Αττ. γενῄς, -ῇδος, ἡ =γένυς II, πέλεκυς, τσεκούρι, σε Σοφ.