ἄωτος

Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον, (οὖς)

   A without ears, Plu.2.963b; of vessels, without lugs, Philet. ap. Ath.11.783a, dub. in Call.Fr.115, cf. Aët.1.138.

German (Pape)

[Seite 422] (οὖς), ohne Ohr, taub, Plut. sol. an. 5; ohne Henkel, nach Ath. XI, 783 a von einem Becher, der deshalb auch τὸ ἄωτον hieß.

Greek (Liddell-Scott)

ἄωτος: -ον, (οὖς) στερούμενος ὤτων, ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο τυφλός, οὐδὲ ἄωτος ὁ ἄνθρωπός ἐστιν Πλούτ. 2. 963Β· ἐπὶ ἀγγείων στερουμένων λαβῆς ἢ λαβῶν, «ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα, ὡς Πάμφιλος. Φιλητᾶς δὲ ποτήριον οὖς οὐκ ἔχον» Ἀθήν. 783.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
c. ἄωτον.
2ος, ον :
sans oreilles, sourd.
Étymologie: ἀ, οὖς.

English (Autenrieth)

or ἄωτον (ἄϝημι): floss, fleece; of wool, Od. 1.443, Od. 9.434; and of the ‘nap’ of linen, Il. 9.661.

English (Slater)

ᾰωτος (-ος, -ῳ, -ον; -οι) c. gen.
   1 of things.
   a choicest (portion) μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ (O. 1.15) δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (P. 4.131) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος ἐσλὸν αἰνεῖν’ (N. 3.29) εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξενῶν γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.4) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) χρὴ Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (τὸν ὕμνον. Σ.) (I. 8.16) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (i. e. τὸν ὕμνον. καταλείβειν e. g. supp. Wil.) (Pae. 6.59) pl., στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέῤ (O. 9.19)
   b choicest (prize) Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις, ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον (O. 3.4) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ (O. 5.1) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9)
   2 of persons, the foremost, best, pick Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον (O. 2.7) κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (P. 4.188) pl., ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον (N. 8.9) cf. fr. 111a. 7 infra.
   3 fragg. ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας fr. 6b. f. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7.

English (Slater)

ᾰωτος (-ος, -ῳ, -ον; -οι) c. gen.
   1 of things.
   a choicest (portion) μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ (O. 1.15) δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (P. 4.131) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος ἐσλὸν αἰνεῖν’ (N. 3.29) εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξενῶν γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.4) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) χρὴ Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (τὸν ὕμνον. Σ.) (I. 8.16) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (i. e. τὸν ὕμνον. καταλείβειν e. g. supp. Wil.) (Pae. 6.59) pl., στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέῤ (O. 9.19)
   b choicest (prize) Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις, ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον (O. 3.4) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ (O. 5.1) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9)
   2 of persons, the foremost, best, pick Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον (O. 2.7) κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (P. 4.188) pl., ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον (N. 8.9) cf. fr. 111a. 7 infra.
   3 fragg. ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας fr. 6b. f. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7.